Παρασκευή 16 Μαρτίου. Ώρα 20:45. Ώρα Γερμανίας. Αεροδρόμιο Φρανκφούρτης. Εξουθενωμένη, μόλις έχω φτάσει στην πύλη Α20 απ’ όπου μετά από 20 λεπτά θα ξεκινήσει η επιβίβαση για την Αθήνα. Εκεί, λοιπόν, που προσπαθώ μετά βίας να μην αποκοιμηθώ στην καρέκλα, βλέπω μια γνωστή φυσιογνωμία να κινείται προς τα δεξιά μου, αποχωριζόμενη για λίγο τη συνοδεία της. Δεν είμαι σίγουρη ότι δεν με γελούν τα μάτια μου (ήταν και η κούραση της ημέρας, βλέπετε).
Σκέφτομαι ότι ίσως η φιγούρα που προσομοιάζει σε κάποιον πολύ γνωστό να οφείλεται στο γεγονός πως νοστάλγησα την πατρίδα τόσο καιρό έξω. Για να βεβαιωθώ, σκουντώ τον διπλανό μου – έναν νεαρό γύρω στα 30.
«Συγνώμη, Έλληνας είστε;», τον ρωτάω.
«Ναι», μου απαντά.
«Τότε, συνεχίζω, μπορείτε να μου πείτε αν αυτός που βλέπω στα δεξιά είναι όντως αυτός που νομίζω ότι βλέπω;»
«Ωχ ναι…αυτός είναι…γαμώτο. Ήταν ανάγκη;»
Εκεί σταμάτησε και η συνομιλία μας.
Τι ήταν, λοιπόν, στα δεξιά μου;
Ήταν ένα μαγαζάκι – τύπου καντίνα - στο οποίο, αφού είχε περπατήσει αρκετά βήματα ασυνόδευτος, βρισκόταν ο «περί ου ο λόγος», για να ρωτήσει για κάποιο σάντουιτς σκορπώντας απλόχερα χαμόγελα στη Γερμανίδα υπάλληλο. Πήρε αυτό που ήθελε και κατευθύνθηκε προς την πλευρά της συνοδείας του, μακριά από βλέμματα που θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Η επόμενη στάση του ήταν λίγο πιο κάτω, μπροστά από μια γιγαντοοθόνη, όπου σταμάτησε ευτυχισμένος ξεκινώντας την πρώτη μπουκιά απ’ αυτό που μόλις είχε αγοράσει για να χαζέψει τον προβαλλόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Κατάλαβα πως επρόκειτο να ταξιδέψουμε μαζί. Αλλά με ποιόν θα μπορούσα να το μοιραστώ; Με κανέναν νομίζω… γιατί ουσιαστικά ήθελα να προστατέψω Εκείνον από πιθανή συμπεριφορά όχλου εναντίον του και εμένα από τυχόν απάθεια ή σχόλια που αντιστοιχούν σε αναγνώριση χολιγουντιανού σταρ!
Οι δύο είσοδοι στήθηκαν με άκρα διακριτικότητα. Η μία για την οικονομική θέση (όλους εμάς, δηλαδή) και η άλλη για τη διακεκριμένη. Ελάχιστοι πρέπει να αντιλήφθηκαν χτες ότι συνταξιδεύαμε.
Χωρίς να χάσω χρόνο, λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι να του γράψω σε ένα χαρτάκι μία ερώτηση:
«Γιατί;» «Γιατί στο εξωτερικό έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση του τεμπέλη Έλληνα που άξιζε αυτό που έπαθε; Γιατί αναγκαζόμαστε να ταξιδέψουμε με γερμανική εταιρεία; Γιατί οι «ελληνικές» αεροπορικές καταργούν το ένα μετά το άλλο τα δρομολόγια σύνδεσης της χώρας μου με τις λοιπές της Ευρώπης; Γιατί παραμένεις απλός θεατής μέσα από τη γυάλα που έχεις και σου έχουν κατασκευάσει; Γιατί δεν την σπας αυτή τη γυάλα; Γιατί δεν παίρνεις μαζί μου το λεωφορείο για να φτάσεις στο κέντρο της Αθήνας όπου είναι το σπίτι μου και να δεις με τα ίδια σου τα μάτια την κατάσταση που επικρατεί αυτήν τη στιγμή; Πριν λίγα χρόνια κατάφερες να συγκεντρώσεις στο πρόσωπό σου την εμπιστοσύνη μιας χώρας για καλύτερες μέρες. Γιατί την ξεπούλησες; Γιατί μας ξεπουλάς; Γιατί δεν αντιμετωπίζεις με την αντίστοιχη ευγένεια και τα χαμόγελα που αντιμετωπίζεις τους Γερμανούς υπαλλήλους της Γερμανικής αεροπορικής εταιρείας και τους συμπατριώτες σου; Όλα αυτά τα ρωτάω χωρίς να ενστερνίζομαι καμία πολιτική θέση. Τα ρωτάω σαν Ελληνίδα προς Έλληνα. Και σε όλες αυτές τις ερωτήσεις θέλω απάντηση. Και θα την περιμένω. – Δήμητρα»
Και περίμενα. Μπροστά μου, τα περισσότερα φωτάκια ατομικής ανάγνωσης εν ώρα πτήσης ήταν αναμμένα. Περίμενα το δικό σου να ανάψει – σημάδι πως δεν (επ)αναπαύεσαι αλλά βρίσκεσαι σε πνευματική εγρήγορση – για να σου δώσω το χαρτάκι μέσω κάποιας αεροσυνοδού (καθώς για τους λόγους που ανέφερα και πιο πριν δεν ήθελα να προδώσω την παρουσία σου πλησιάζοντάς σε). Περίμενα…και περίμενα… και περίμενα. Ώσπου οι ώρες πέρασαν, το αεροπλάνο προσγειώθηκε και το δικό σου φως δεν άναψε ποτέ…
Δήμητρα Μαντζούκα
Σκέφτομαι ότι ίσως η φιγούρα που προσομοιάζει σε κάποιον πολύ γνωστό να οφείλεται στο γεγονός πως νοστάλγησα την πατρίδα τόσο καιρό έξω. Για να βεβαιωθώ, σκουντώ τον διπλανό μου – έναν νεαρό γύρω στα 30.
«Συγνώμη, Έλληνας είστε;», τον ρωτάω.
«Ναι», μου απαντά.
«Τότε, συνεχίζω, μπορείτε να μου πείτε αν αυτός που βλέπω στα δεξιά είναι όντως αυτός που νομίζω ότι βλέπω;»
«Ωχ ναι…αυτός είναι…γαμώτο. Ήταν ανάγκη;»
Εκεί σταμάτησε και η συνομιλία μας.
Τι ήταν, λοιπόν, στα δεξιά μου;
Ήταν ένα μαγαζάκι – τύπου καντίνα - στο οποίο, αφού είχε περπατήσει αρκετά βήματα ασυνόδευτος, βρισκόταν ο «περί ου ο λόγος», για να ρωτήσει για κάποιο σάντουιτς σκορπώντας απλόχερα χαμόγελα στη Γερμανίδα υπάλληλο. Πήρε αυτό που ήθελε και κατευθύνθηκε προς την πλευρά της συνοδείας του, μακριά από βλέμματα που θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Η επόμενη στάση του ήταν λίγο πιο κάτω, μπροστά από μια γιγαντοοθόνη, όπου σταμάτησε ευτυχισμένος ξεκινώντας την πρώτη μπουκιά απ’ αυτό που μόλις είχε αγοράσει για να χαζέψει τον προβαλλόμενο ποδοσφαιρικό αγώνα.
Κατάλαβα πως επρόκειτο να ταξιδέψουμε μαζί. Αλλά με ποιόν θα μπορούσα να το μοιραστώ; Με κανέναν νομίζω… γιατί ουσιαστικά ήθελα να προστατέψω Εκείνον από πιθανή συμπεριφορά όχλου εναντίον του και εμένα από τυχόν απάθεια ή σχόλια που αντιστοιχούν σε αναγνώριση χολιγουντιανού σταρ!
Οι δύο είσοδοι στήθηκαν με άκρα διακριτικότητα. Η μία για την οικονομική θέση (όλους εμάς, δηλαδή) και η άλλη για τη διακεκριμένη. Ελάχιστοι πρέπει να αντιλήφθηκαν χτες ότι συνταξιδεύαμε.
Χωρίς να χάσω χρόνο, λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι να του γράψω σε ένα χαρτάκι μία ερώτηση:
«Γιατί;» «Γιατί στο εξωτερικό έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση του τεμπέλη Έλληνα που άξιζε αυτό που έπαθε; Γιατί αναγκαζόμαστε να ταξιδέψουμε με γερμανική εταιρεία; Γιατί οι «ελληνικές» αεροπορικές καταργούν το ένα μετά το άλλο τα δρομολόγια σύνδεσης της χώρας μου με τις λοιπές της Ευρώπης; Γιατί παραμένεις απλός θεατής μέσα από τη γυάλα που έχεις και σου έχουν κατασκευάσει; Γιατί δεν την σπας αυτή τη γυάλα; Γιατί δεν παίρνεις μαζί μου το λεωφορείο για να φτάσεις στο κέντρο της Αθήνας όπου είναι το σπίτι μου και να δεις με τα ίδια σου τα μάτια την κατάσταση που επικρατεί αυτήν τη στιγμή; Πριν λίγα χρόνια κατάφερες να συγκεντρώσεις στο πρόσωπό σου την εμπιστοσύνη μιας χώρας για καλύτερες μέρες. Γιατί την ξεπούλησες; Γιατί μας ξεπουλάς; Γιατί δεν αντιμετωπίζεις με την αντίστοιχη ευγένεια και τα χαμόγελα που αντιμετωπίζεις τους Γερμανούς υπαλλήλους της Γερμανικής αεροπορικής εταιρείας και τους συμπατριώτες σου; Όλα αυτά τα ρωτάω χωρίς να ενστερνίζομαι καμία πολιτική θέση. Τα ρωτάω σαν Ελληνίδα προς Έλληνα. Και σε όλες αυτές τις ερωτήσεις θέλω απάντηση. Και θα την περιμένω. – Δήμητρα»
Και περίμενα. Μπροστά μου, τα περισσότερα φωτάκια ατομικής ανάγνωσης εν ώρα πτήσης ήταν αναμμένα. Περίμενα το δικό σου να ανάψει – σημάδι πως δεν (επ)αναπαύεσαι αλλά βρίσκεσαι σε πνευματική εγρήγορση – για να σου δώσω το χαρτάκι μέσω κάποιας αεροσυνοδού (καθώς για τους λόγους που ανέφερα και πιο πριν δεν ήθελα να προδώσω την παρουσία σου πλησιάζοντάς σε). Περίμενα…και περίμενα… και περίμενα. Ώσπου οι ώρες πέρασαν, το αεροπλάνο προσγειώθηκε και το δικό σου φως δεν άναψε ποτέ…
Δήμητρα Μαντζούκα
Aixmi.gr