Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Και τώρα, ποιος πληρώνει τον διασυρμό των ανθρώπων αυτών;

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, είναι ένα πολιτικό κεφάλαιο για τον τόπο

Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της πόλης μας και φίλος καλός, ο Κώστας Σαρρής, μόλις πληροφορήθηκε την έκδοση του απαλλακτικού βουλεύματος για τον Γιώργο Γιαννόπουλο και τους συνεργάτες του από το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, δήλωσε θέτοντας ένα βασανιστικό ερώτημα: «Η δικαιική τάξη αποκαταστάθηκε. Ο διασυρμός και το ψυχικό άλγος των ανθρώπων αυτών πώς αποκαθίσταται;». Και αυτή, νομίζω, πως είναι η πεμπτουσία του θέματος. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς...
όλον αυτό τον καιρό, (από το 2005, δηλαδή, που ο δικηγόρος των Αθηνών κ. Βασίλειος Καπερνάρος -αλήθεια πώς μας προέκυψε; μήπως ξεχάσαμε;- υπόβαλε μηνυτήρια αναφορά στον Άρειο Πάγο), τι έχουν υποστεί οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και προπαντός ψυχικά οι τελούντες υπό κατηγορία Γιώργος Γιαννόπουλος, (Δήμαρχος Ροδίων για δώδεκα χρόνια), Μανώλης Γλυνός (τέως και νυν πρόεδρος του Δ.Σ. του Δήμου Ροδίων), Γιάννης Τσιγάρος (τέως πρόεδρος και αντιδήμαρχος Δ.Σ. του Δήμου Ροδίων), Μανώλης Σαββής (τέως Δήμαρχος Νότιας Ρόδου και τέως και νυν αντιδήμαρχος του Δ.Σ. του Δήμου Ροδίων), Μανώλης Αντώνογλου (τέως γραμματέας του Δ.Σ. του Δήμου Ροδίων) και Μάρκος Κουφού (πρώην ταμίας του Δήμου Ροδίων);
Και όντως, όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ξεκίνησε όλη η γνωστή «εκστρατεία» σπίλωσης και εξευτελισμού του Γιώργου Γιαννόπουλου και των στελεχών της παράταξής του, αλλά κυρίως «εκστρατεία» πολιτικής εξόντωσης του ιδίου προσωπικά από επώνυμους και ανώνυμους «πολιτικούς» του αντιπάλους, το μόνο που έβγαινε αν συζητούσε κανείς με τους τελούντες υπό κατηγορία, ήταν αυτό το ψυχικό άλγος των ανθρώπων αυτών. Με ένα στόμα, όλοι τους, με πρώτη φωνή εκείνην του Γιώργου Γιαννόπουλου, έλεγαν στεντόρεια, όπου κάθιζαν κι όπου σηκώνονταν: «Είναι δυνατόν να μας κατηγορούν ότι χάθηκαν χρήματα από τα ταμεία του Δήμου ή ότι οικειοποιηθήκαμε έστω και ένα ευρώ; Μπορεί αυτό να το πιστεύει, έστω και ένας συμπολίτης μας;» Αυτό, ακριβώς το ψυχικό άλγος και ο διασυρμός ανά την πόλη και το πανελλήνιο, ήταν η μόνη τους έννοια. Τι θα έπρεπε να πουν, προπαντός στα ίδια τα παιδιά τους; Ότι οι γονείς τους είναι κλέφτες; Αυτό έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργος, πότε οργίλος και πότε απηυδισμένος για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: -για τις αναρίθμητες ώρες στις αίθουσες του Δικαστικού Μεγάρου και στα δικηγορικά γραφεία, ως ο πλέον διακεκριμένος ποινικός υπόδικος, -το δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος όλης αυτής της δικαστικής ταλαιπωρίας χρόνια ολόκληρα τώρα,
- για τις χαμένες ώρες από το αρχιτεκτονικό του γραφείο (που του έλειψε σε όλη τη δημαρχιακή του θητεία) για να αποδείξει την αθωότητά του, -τα βλέμματα των φίλων και των γνωστών, των συμπολιτών και μη στους δρόμους, που θαρρείς και του φώναζαν διαπομπεύοντάς τον: «’βρε λες ο Γιώργος να ‘βαλε το χέρι του στο μέλι;». Κι ύστερα, -η απόφαση για την απαγόρευση της εξόδου από την χώρα ως ύποπτος διαφυγής, -οι καταβολές εγγυήσεων προς τούτο κ.λπ. Και το έργο που έφτιαξε στην πόλη όλα αυτά τα δώδεκα χρόνια; Πάει, ξεχάστηκε; Έπαψε να συζητιέται; Σκεπάστηκε από τις κατασκευασμένες «κατηγορίες», λοιπόν; Όλα τούτα τον βασάνιζαν και κλωθογύριζαν στο μυαλό του, όπως και σ’ όλους τους άλλους, και του ‘ρχονταν στη σκέψη όλα όσα έπραξε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια σ’ αυτή την πόλη, που τόσο αγάπησε και της δόθηκε, με τα αξιώματα του Δημάρχου, του Προέδρου της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Δωδεκανήσου, του Αντιπροέδρου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος, του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Δήμων και Περιφερειών της Ευρώπης και του Προέδρου των πόλεων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Άξιζε άραγε τον κόπο; Και να πληρώνει τώρα όλο τούτο το ψυχικό άλγος, που δεν πληρώνεται με τίποτα; Κι ύστερα τον έπιανε το γνωστό του πείσμα και φώναζε: «Όχι, δικάστε με μια ώρα πιο γρήγορα, να αποδείξω την αθωότητά μου, να ηρεμήσω κι εγώ και το σπίτι μου. Δεν φοβάμαι τίποτα. Ας βρεθεί ένας να μου πει ότι έκλεψα ένα ευρώ. Εγώ, μπορώ να αποδείξω την αθωότητά μου. Εμπρός, λοιπόν!»
Τώρα που η Δικαιοσύνη μίλησε και μίλησε τόσο σοφά, αν κανείς διαβάσει επισταμένως το σκεπτικό της απόφασης, θα μπορούσε να θυμηθεί τα λόγια του Πλάτωνα από τον Γοργία του (452D-E), γιατί ταυτίζονται τόσο πολύ, αλλά και γιατί όταν μπορείς να πείθεις για το δίκιο σου, όπως οι κατηγορηθέντες, προφανώς, όλα εξελίσσονται κατ’ ευχήν:
«…Μέγιστον ἀγαθὸν καὶ αἴτιον ἅμα μὲν ἐλευθερίας αὐτοῖς τοῖς ἀνθρώποις, ἅμα δὲ τοῦ τῶν ἄλλων ἄρχειν ἐν τῇ αὐτοῦ πόλει ἑκάστῳ (…) τὸ πείθειν ἒγωγ’ οἷον τ’ εἶναι τοῖς λόγοις καὶ ἐν δικαστηρίῳ δικαστὰς καὶ ἐν βουλευτηρίῳ βουλευτὰς καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ ἐκκλησιαστὰς καὶ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγω παντί, ὅστις ἂν πολιτικὸς ξύλλογος γίγνηται…». Δηλαδή: «Μέγιστο αγαθό και ταυτόχρονα αίτιο ελευθερίας για τους ανθρώπους και [αίτιο] να άρχει ο καθένας των άλλων στην πόλη του (…) είναι η δύναμη να πείθεις με τον λόγο και στο δικαστήριο τους δικαστές και στη Βουλή τους βουλευτές και στην Εκκλησία του Δήμου τους πολίτες και σε όποια άλλη πολιτική συνέλευση…» (μτφ. Μάριου Πλωρίτη). Κι αυτό γιατί πιστεύω, πως όλα τούτα τα χρόνια, τα δώδεκα της Δημαρχίας του Γιώργου Γιαννόπουλου, αλλά και τα μετέπειτα χρόνια της δικαστικής του ταλαιπωρίας, αυτό που κυριάρχησε στην κοινωνία της Ρόδου, ήταν και είναι η δύναμη του Γιώργου να πείθει τους πάντες· την Κεντρική Διοίκηση, το Δημοτικό Συμβούλιο, τους τεχνοκράτες, τους κοινωνικούς φορείς και τους εταίρους, τους πολίτες κι ακόμα και τους φυσικούς του Δικαστές.
Κι από την άλλη μεριά, η Δικαιοσύνη, έπραξε το καθήκον της, απέναντι σε πολίτες χρηστούς, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Λυσίας στο Κατά Αλκιβιάδου λειποταξίου (395),4:
«…Δοκεῖ δέ μοι καὶ πολίτου χρηστοῦ καὶ δικαστοῦ δικαίου ἔργον εἶναι ταύτῃ τοὺς νόμους διαλαμβάνειν, ὅπῃ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον μέλλει συνοίσει τῇ πόλει…». Δηλαδή: «Πιστεύω πως έργο του χρηστού πολίτη και του δίκαιου δικαστή είναι να ερμηνεύει τους νόμους έτσι ώστε [η ερμηνεία] να είναι ωφέλιμη και στο μέλλον για την πόλη», (μτφ. Μάριου Πλωρίτη).
Όσον αφορά, τώρα, τους αρειμάνιους πολέμαρχους, τα ανθρωπάρια του παρασκηνίου και τους διαδρομιστές της παραπολιτικής, οι οποίοι περίμεναν πως και πως την καταδίκη του Γιώργου Γιαννόπουλου και των συνεργατών του, ας έχουν υπόψη τους αυτή την κουβέντα του Πλάτωνα από την Πολιτεία του (Α, 351D): «…Στάσεις ἥ γε ἀδικία καὶ μίση καὶ μάχας ἐν ἀλλήλοις παρέχει, ἡ δὲ δικαιοσύνη ὁμόνοιαν καὶ φιλίαν…». Δηλαδή: «Η αδικία γεννά μίση και διχόνοιες και πολέμους μεταξύ των πολιτών, ενώ η δικαιοσύνη ομόνοια και αγάπη», (μτφ. Ι. Ν. Γρυπάρη).
Κι ακόμα ας έχουν υπόψη τους, αυτοί που παριστάνουν χρόνια τώρα τους ταραξίες της πόλης (και πιστέψτε με, βρίσκονται σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις!), ότι ο μέγιστος όλων των φιλοσόφων Αριστοτέλης λέει επίσης, πως «…Ἡ δὲ δικαιοσύνη πολιτικόν· τὸ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν, ἡ δὲ δίκη τοῦ δικαίου κρίσις…». Δηλαδή: «Η δικαιοσύνη είναι πολιτική αξία και αποτελεί κανόνα της κοινωνίας. Και η ορθή εφαρμογή της καθορίζει τι είναι δίκαιο», (μτφ. Β. Μοσκόβη).
Ας έχουν στον νου τους, επίσης αυτό που ο Μένανδρος είπε, ότι «Ἐστὶ δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πανθ’ ὁρᾷ.»
Και τέλος, αν νοιάζονται λίγο, έστω, και για την πατρίδα μας την Ρόδο, ας γνωρίζουν και την ρήση ενός ξένου προς εμάς, του Ρωμαίου Πουμπλίλιου Σύρου, μιμογράφου και ηθολόγου από την Αντιόχεια, ότι «Όταν καταδικάζεται ένας αθώος, ένα κομμάτι της πατρίδας του εξορίζεται», (μτφ. Μάριου Πλωρίτη), (“Ubi innocens damnatur, pars patriae axsulat”).
Είμαι απόλυτα βέβαιος, πως η απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης, είναι όχι μόνο συμβατή με το περί δικαίου αίσθημα, αλλά πολύ πιο απλά, μίλησε καθαρά στις καρδιές των Ροδιτών, οι οποίοι περίμεναν, όντως, την απόφαση αυτή. Το άρθρο της «Ροδιακής» (10.12.2011), που έχει για τίτλο «Αναμενόμενη απόφαση», απηχεί ακριβώς τις απόψεις όλων των συμπολιτών μας. Ότι, δηλαδή, ανέμεναν και αξίωναν την απόφαση αυτή από την ελληνική Δικαιοσύνη. Κι εκείνη με τη σειρά της και με τη σοφία που την διακρίνει είπε, πως:
-όλες οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν ομόφωνες και αυτές εκτελέστηκαν,
-από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων αλλά και πλαστογράφηση αποφάσεων του Δ.Σ.,
-όλες οι αποφάσεις ήταν εγκριμένες από την Περιφέρεια και ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν από κανένα,
-«επρόκειτο για μία μέθοδο που επινοήθηκε και ακολουθήθηκε πιστά σ' όλα τα Δημοτικά Συμβούλια του δήμου τουλάχιστον από το έτος 1974 και εντεύθεν, όπως προκύπτει από το πλήθος αποφάσεων Δημοτικών Συμβουλίων».
Και εγώ θα πρόσθετα, μετά λόγου γνώσεως: -η ίδια πρακτική ασκούνταν από τα δημοτικά συμβούλια όλης της Επικράτειας, λόγω των περιοριστικών πλαισίων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και λόγω της ελληνικής νοοτροπίας -θα πρόσθετα- με το γνωστό «όλα σου τα παράπονα στον Δήμαρχο».
Αυτή είναι η κάθε αλήθεια κι αυτή η αλήθεια έγινε αποδεκτή με την απαλλακτική απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου.
Και το ερώτημα που παραμένει είναι αυτό που έβαλε ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου και συνήγορος του Γιώργου Γιαννόπουλου και των συνεργατών του, ο Κώστας Σαρρής: πώς αποκαθίσταται ο διασυρμός και το ψυχικό άλγος αυτών των ανθρώπων;
Η απάντηση για μένα βρίσκεται σε μια φράση που την είχα υποστηρίξει πολλές φορές εντός και εκτός Δημοτικού Συμβουλίου:
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος ήταν, είναι και παραμένει ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για τον τόπο. Κι ο τόπος, ιδιαίτερα σήμερα σε καιρούς χαλεπούς και φτώχειας πολιτικής, τον έχει ανάγκη.
Το πότε; Θα το κρίνει ο ίδιος και μόνον ο ίδιος.
Όσο για τους ταραξίες της πόλης ή αλλιώς συκοφάντες ή αλλιώς εμπνευστές της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου και οι συνοδοιπόροι τους, θα μπορούσα να υιοθετήσω την άποψη της «Ροδιακής», πως αυτό που τους περιμένει είναι η οριστική αποβολή τους από την πολιτική ζωή του τόπου.

Κώστας Ε. Σκανδαλίδης

Πηγή: Ροδιακή