Δ για τους δρόμους
που διέσχισες. Σταυροδρόμια και μικρά δρομάκια μπλέκονταν σαν τις
κοτσίδες του κοριτσιού που συναντήσαμε σε ένα από τα πολλά χωριά που
είδαμε. Μπλέκονταν όπως οι δρόμοι της ζωής μας και οι αναρίθμητες
επιλογές μας, που αν δεν ακολουθήσουμε τη μια, τότε σίγουρα θα έρθει
μόνη της η άλλη. Οι ελιές στέκονταν αγέρωχες για ώρες κάτω από τον καυτό
ελληνικό ήλιο. Αυτό τον ήλιο που τα καίει όλα. Που έχει το πιο αυστηρό
βλέμμα και που δύσκολα μπορείς να αποφύγεις να τον κοιτάξεις χωρίς να
καείς. Εδώ δεν τα κατάφερε ο Ίκαρος, θα μου πεις. Κι είχε και πατέρα το
Δαίδαλο. Όχι αστεία…
Φ για τη φυγή (και τη Φοινικούντα). Ποιος δεν αγάπησε τα ταξίδια; Ποιος δεν σώθηκε μέσα από τη φυγή, έστω και για λίγο; Η ευκαιρία να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας έρχεται μέσα από το κυνήγι του. Φεύγεις, απομονώνεσαι, κι ύστερα τον βάζεις κάτω και τον χτυπάς σα χταπόδι. Ανελέητα. Πάνω στο βράχο των εμπειριών και των αδιεξόδων σου. Αποκλείεται να αστοχήσεις. Κάτω από τον καυτό ήλιο, είσαι έρμαιο του εαυτού σου. Φεύγεις από σένα μέχρι να ξανάρθεις ήρεμος. Και πάλι και πάλι. Ένα ανελέητο κυνηγητό που είναι η ιστορία της ζωής σου.
Ν για τα νερά που κολύμπησες. Εκείνα τα γαλάζια νερά, τα παγωμένα, που νιώθεις όταν βουτάς οτι είσαι βασιλιάς της χώρας σου, ουρανού και γης. Εκείνα τα νερά που πρώτα πλένουν την ψυχή, και μετά τα δισεκατομμύρια κόκκους άμμου που αναρριχώνται στο δέρμα σου σαν καλοκαιρινό φυτό, και σου φτιάχνουν δεύτερο δέρμα. Εκείνα τα νερά που εύχεσαι να έκλεβες λίγο από το διάφανό τους για να βάλεις στις αλήθειές σου, και πολύ από το γαλαζοπράσινό τους για να βάλεις στα μάτια σου. Εκείνα τα νερά που σ’ έκαναν να ερωτευτείς, να ξεχάσεις, που σου’ βαλαν αλάτι στις πληγές σου για να γιάνουν, που μπήκαν στα μάτια σου και σ’ έκαναν για λίγο να πονάς, συνειδητοποιώντας ότι αν αντέξεις αυτό τον πόνο, τότε μπορείς να αντέξεις τα πάντα…
Π για τις παρέες και Φ για τους φίλους. Για τις παρέες που έρχονται, γελάνε καλοκαιρινά, δυνατά, με αυτά τα γέλια που σε συντροφεύουν μέχρι να μπεις σε τροχιά, και που σε κάνουν να ξεχνάς γιατί υπάρχει χειμώνας. Για την ψιλοκουβέντα που κάνεις, και για τα φιλοσοφικά ερωτήματα που το καλοκαίρι σταματάνε στο «τί αυτοκίνητο θα έπαιρνες αν είχες τόσα λεφτά» και «πώς βλέπεις τη ζωή σου σε δέκα χρόνια από τώρα». Για την παγωμένη μπύρα που τόσο είχες ανάγκη, και για τα παγάκια που γεμίζουν τα θερμός μας, όσο ο «μπάρμαν» ανακατεύει χαρωπά ούζο με χυμό βύσσινο (ευτυχώς άλλαξε την περσινή συνταγή-τεκίλα με ζάχαρη).
Μ για τη μουσική που ξέρεις ότι χωρίς αυτή δε μπορείς να ζήσεις. Που ξέρεις ότι για κάθε στιγμή υπάρχει ένα μοναδικό soundtrack, που μόνο αυτό θα μπορούσε να χαϊδεύει γλυκά το υποσυνείδητό σου. Είτε αυτό λέγεται τζιτζίκια στα κλαδιά του δέντρου, είτε το γαύγισμα της χαριτωμένης Charlize που μύρισε «περίεργους Αυστριακούς» και το κάνει για να φυλάξει το χώρο της, είτε το κλάμα του διπλανού μωρού που πείνασε/δίψασε/έχασε το παιχνίδι του.
Β για τις βόλτες. Από τη μικρή πλατεία της Μεθώνης μέχρι την πιο μεγάλη της Πύλου, κι από τη Γιάλοβα (τι αρχοντικό όνομα) μέχρι τη Βοϊδοκοιλιά (και τι αστείο όνομα), όλα είναι βόλτες. Ακόμη και το κολύμπι από τη μια πλευρά του κόλπου ως την άλλη, η επιστροφή με τα πόδια μέσα από την λασποζυμωμένη αμμουδιά, όλα αυτά είναι βόλτες. Τα λευκά καπέλα των αγοριών από τον Παναμά, τα μεγάλα ψάθινα καπέλα των κοριτσιών από το Μεξικό, και τα βιβλία-βαρίδια του καλοκαιριού. Όλα είναι βόλτες…
Χ για το χρόνο, που ειδικά τα καλοκαίρια μένει παγωμένος. Αντίθετα από το κλίμα της εποχής. Μένει εκεί. Να σε κοιτά. Να μην περνά με τίποτα. Σχεδόν αδιάφορα. Να παγιδεύεται σε χρωματιστά και ασπρόμαυρα φιλμ, αλλά να μη μένει για πολύ. Να κλείνεται μέσα σε μικροσκοπικές βιντεοκάμερες υψηλής ανάλυσης, και σε έξυπνα κινητά που αν ψάξεις στο διαδίκτυο, σίγουρα θα βρεις εφαρμογή που ψήνει καφέ. Το χρόνο που έχασες σε μια χρονιά, το χρόνο που σπατάλησες γιατί το γούσταρες, το χρόνο για να πας σε εκείνη τη συναυλία που πάντα ήθελες, και το χρόνο που δεν έδωσες στα πρόσωπα που αγαπάς, και που αν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις το χρόνο πίσω, αυτή τη φορά θα το έκανες, έχοντας τη στερνή σου γνώση πρωτύτερα…
Τέλος, Δ για το αναφαίρετο δικαίωμα που έχουμε στην τεμπελιά και τη ραστώνη του καλοκαιριού. Για το δικαίωμα του «καθίζειν» και του «συγκαθίζεσθαι» (με φίλους και γνωστούς, αγάπες, έρωτες και οικογένειες), και που αναφέρει ρητά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα του «συντρώγειν» και «συνκουρουμπελιάζειν» μέχρι τελικής. Το δικαίωμα του «μαλακίζεσθαι» ομαδικώς (προς Θεού, με την καλή έννοια) σα να περνάς μια δεύτερη εφηβεία, και το δικαίωμα του «ανήκειν» στο μικρό εκείνο κομμάτι του εαυτού σου που ποτέ δεν έχεις φανερώσει, και που πάντα αφήνεις για λίγο να βγει στην επιφάνεια άθελά σου.
Άλλωστε, είναι τα τελευταία από τα δικαιώματα που κανείς δε μπορεί να μας στερήσει, όσο κι αν προσπαθήσει…
Φ για τη φυγή (και τη Φοινικούντα). Ποιος δεν αγάπησε τα ταξίδια; Ποιος δεν σώθηκε μέσα από τη φυγή, έστω και για λίγο; Η ευκαιρία να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας έρχεται μέσα από το κυνήγι του. Φεύγεις, απομονώνεσαι, κι ύστερα τον βάζεις κάτω και τον χτυπάς σα χταπόδι. Ανελέητα. Πάνω στο βράχο των εμπειριών και των αδιεξόδων σου. Αποκλείεται να αστοχήσεις. Κάτω από τον καυτό ήλιο, είσαι έρμαιο του εαυτού σου. Φεύγεις από σένα μέχρι να ξανάρθεις ήρεμος. Και πάλι και πάλι. Ένα ανελέητο κυνηγητό που είναι η ιστορία της ζωής σου.
Ν για τα νερά που κολύμπησες. Εκείνα τα γαλάζια νερά, τα παγωμένα, που νιώθεις όταν βουτάς οτι είσαι βασιλιάς της χώρας σου, ουρανού και γης. Εκείνα τα νερά που πρώτα πλένουν την ψυχή, και μετά τα δισεκατομμύρια κόκκους άμμου που αναρριχώνται στο δέρμα σου σαν καλοκαιρινό φυτό, και σου φτιάχνουν δεύτερο δέρμα. Εκείνα τα νερά που εύχεσαι να έκλεβες λίγο από το διάφανό τους για να βάλεις στις αλήθειές σου, και πολύ από το γαλαζοπράσινό τους για να βάλεις στα μάτια σου. Εκείνα τα νερά που σ’ έκαναν να ερωτευτείς, να ξεχάσεις, που σου’ βαλαν αλάτι στις πληγές σου για να γιάνουν, που μπήκαν στα μάτια σου και σ’ έκαναν για λίγο να πονάς, συνειδητοποιώντας ότι αν αντέξεις αυτό τον πόνο, τότε μπορείς να αντέξεις τα πάντα…
Π για τις παρέες και Φ για τους φίλους. Για τις παρέες που έρχονται, γελάνε καλοκαιρινά, δυνατά, με αυτά τα γέλια που σε συντροφεύουν μέχρι να μπεις σε τροχιά, και που σε κάνουν να ξεχνάς γιατί υπάρχει χειμώνας. Για την ψιλοκουβέντα που κάνεις, και για τα φιλοσοφικά ερωτήματα που το καλοκαίρι σταματάνε στο «τί αυτοκίνητο θα έπαιρνες αν είχες τόσα λεφτά» και «πώς βλέπεις τη ζωή σου σε δέκα χρόνια από τώρα». Για την παγωμένη μπύρα που τόσο είχες ανάγκη, και για τα παγάκια που γεμίζουν τα θερμός μας, όσο ο «μπάρμαν» ανακατεύει χαρωπά ούζο με χυμό βύσσινο (ευτυχώς άλλαξε την περσινή συνταγή-τεκίλα με ζάχαρη).
Μ για τη μουσική που ξέρεις ότι χωρίς αυτή δε μπορείς να ζήσεις. Που ξέρεις ότι για κάθε στιγμή υπάρχει ένα μοναδικό soundtrack, που μόνο αυτό θα μπορούσε να χαϊδεύει γλυκά το υποσυνείδητό σου. Είτε αυτό λέγεται τζιτζίκια στα κλαδιά του δέντρου, είτε το γαύγισμα της χαριτωμένης Charlize που μύρισε «περίεργους Αυστριακούς» και το κάνει για να φυλάξει το χώρο της, είτε το κλάμα του διπλανού μωρού που πείνασε/δίψασε/έχασε το παιχνίδι του.
Β για τις βόλτες. Από τη μικρή πλατεία της Μεθώνης μέχρι την πιο μεγάλη της Πύλου, κι από τη Γιάλοβα (τι αρχοντικό όνομα) μέχρι τη Βοϊδοκοιλιά (και τι αστείο όνομα), όλα είναι βόλτες. Ακόμη και το κολύμπι από τη μια πλευρά του κόλπου ως την άλλη, η επιστροφή με τα πόδια μέσα από την λασποζυμωμένη αμμουδιά, όλα αυτά είναι βόλτες. Τα λευκά καπέλα των αγοριών από τον Παναμά, τα μεγάλα ψάθινα καπέλα των κοριτσιών από το Μεξικό, και τα βιβλία-βαρίδια του καλοκαιριού. Όλα είναι βόλτες…
Χ για το χρόνο, που ειδικά τα καλοκαίρια μένει παγωμένος. Αντίθετα από το κλίμα της εποχής. Μένει εκεί. Να σε κοιτά. Να μην περνά με τίποτα. Σχεδόν αδιάφορα. Να παγιδεύεται σε χρωματιστά και ασπρόμαυρα φιλμ, αλλά να μη μένει για πολύ. Να κλείνεται μέσα σε μικροσκοπικές βιντεοκάμερες υψηλής ανάλυσης, και σε έξυπνα κινητά που αν ψάξεις στο διαδίκτυο, σίγουρα θα βρεις εφαρμογή που ψήνει καφέ. Το χρόνο που έχασες σε μια χρονιά, το χρόνο που σπατάλησες γιατί το γούσταρες, το χρόνο για να πας σε εκείνη τη συναυλία που πάντα ήθελες, και το χρόνο που δεν έδωσες στα πρόσωπα που αγαπάς, και που αν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις το χρόνο πίσω, αυτή τη φορά θα το έκανες, έχοντας τη στερνή σου γνώση πρωτύτερα…
Τέλος, Δ για το αναφαίρετο δικαίωμα που έχουμε στην τεμπελιά και τη ραστώνη του καλοκαιριού. Για το δικαίωμα του «καθίζειν» και του «συγκαθίζεσθαι» (με φίλους και γνωστούς, αγάπες, έρωτες και οικογένειες), και που αναφέρει ρητά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα του «συντρώγειν» και «συνκουρουμπελιάζειν» μέχρι τελικής. Το δικαίωμα του «μαλακίζεσθαι» ομαδικώς (προς Θεού, με την καλή έννοια) σα να περνάς μια δεύτερη εφηβεία, και το δικαίωμα του «ανήκειν» στο μικρό εκείνο κομμάτι του εαυτού σου που ποτέ δεν έχεις φανερώσει, και που πάντα αφήνεις για λίγο να βγει στην επιφάνεια άθελά σου.
Άλλωστε, είναι τα τελευταία από τα δικαιώματα που κανείς δε μπορεί να μας στερήσει, όσο κι αν προσπαθήσει…
aixmi.gr