Μέσα στη γυάλα, η θερμοκρασία του νερού είναι
ελεγχόμενη. Και η ροή. Και η δοσολογία της τροφής από το χέρι που τη
ρίχνει σα ζητιανιά, βαρυγκωμώντας. Και εκεί που πας να θυμώσεις, το
ξεχνάς. Η μνήμη του ψαριού. Και εκεί που πας να αφυπνιστείς, σου
διαφεύγει, για να το ξαναθυμηθείς με ένα «αχ» και ένα «γιατί» του γλυκού
νερού και πάλι να ξεχάσεις. Και να η ζωή στη γυάλα. Ναυτικοί κόμποι με
«γιατί» και «δεν μπορώ» και «φτάνει» και «αίσχος». Και ανάμεσα στους
κόμπους, οι φίλοι, ο έρωτας, η οικογένεια, το κυνήγι για δουλειά, η ζωή
που πιάνει γλίτσα, γιατί το νερό έχει να αλλαχτεί καιρό.
Και εκεί που θες να δώσεις μια στο τζάμι με την διεγερτική προοπτική μιας ευρύχωρης θάλασσας, κάπου σε παίρνει το νοερό κύμα και πάλι κάνεις σβούρες γύρω από τον εαυτό σου, σα να σε βλέπεις για πρώτη φορά. Μια σταλιά ψαράκι τι να καταφέρεις; Μπορεί να σε ξεχνάνε μέρες χωρίς φαΐ και η γλίτσα όλο και να σε πνίγει με τη βρώμα της, αλλά έγινε συνήθεια.Αυτά έχει ο βυθός.
Και κοιτάς τα ψάρια στην πιατέλα και στην πλατεία που τηγανίστηκαν με μια σφαίρα και ακόμα τηγανίζονται κάθε μέρα και λες, είμαι πολύ συνηθισμένος για να μου συμβεί. Είμαι πολύ ασήμαντος για να γίνω πιάτο στο μενού. Μπορώ να κρυφτώ πίσω από το ψεύτικο φυτό μου και κανείς να μην με βρει. Μόνο την ουρά μου να πιάσει η φωτιά. Και να τη γλιτώσω. Έχω μάθει στη χούντα της γυάλας μου. Στη χώρα της τηγανισμένης δημοκρατίας και του αέναου παράνομου ψαρέματος ψυχών και ζωής και στις ελληνικές πόλεις της λήθης που ζούμε όλοι σα μαρμαρωμένα ψάρια ανοιγοκλείνοντας το στόμα και καταπίνοντας μιντιακά αγκίστρια, μια αυτοκτονία, γίνεται σε μερικά δευτερόλεπτα μπουρμπουλήθρα κοινωνικής ευαισθητοποίησης.
Μια μυρωδιά χαλασμένου ψαριού έχει τυλίξει τα πάντα και μέσα στη σάπια ψαρόσουπα είμαστε όλοι, μην σε νοιάζει πια. Σε περιμένει ούτως ή άλλως το αυγολέμονο και δεν το’ χεις καταλάβει. Τι μπορεί να σπάσει τη γυάλα; Οι καρχαριακές μνήμες των ένδοξων αγώνων του παρελθόντος; Οι πουλημένες ιδεολογίες που χρόνια τώρα βρωμάνε και αυτές μουχλιασμένο χαβιάρι (από το ακριβό); Η π(λ)αστή ασφάλεια που σκάει σα φυσαλίδα νερού;
Η ντροπή ίσως μπορεί. Όχι η αξιοπρέπεια. Η ντροπή.
Και εκεί που θες να δώσεις μια στο τζάμι με την διεγερτική προοπτική μιας ευρύχωρης θάλασσας, κάπου σε παίρνει το νοερό κύμα και πάλι κάνεις σβούρες γύρω από τον εαυτό σου, σα να σε βλέπεις για πρώτη φορά. Μια σταλιά ψαράκι τι να καταφέρεις; Μπορεί να σε ξεχνάνε μέρες χωρίς φαΐ και η γλίτσα όλο και να σε πνίγει με τη βρώμα της, αλλά έγινε συνήθεια.Αυτά έχει ο βυθός.
Και κοιτάς τα ψάρια στην πιατέλα και στην πλατεία που τηγανίστηκαν με μια σφαίρα και ακόμα τηγανίζονται κάθε μέρα και λες, είμαι πολύ συνηθισμένος για να μου συμβεί. Είμαι πολύ ασήμαντος για να γίνω πιάτο στο μενού. Μπορώ να κρυφτώ πίσω από το ψεύτικο φυτό μου και κανείς να μην με βρει. Μόνο την ουρά μου να πιάσει η φωτιά. Και να τη γλιτώσω. Έχω μάθει στη χούντα της γυάλας μου. Στη χώρα της τηγανισμένης δημοκρατίας και του αέναου παράνομου ψαρέματος ψυχών και ζωής και στις ελληνικές πόλεις της λήθης που ζούμε όλοι σα μαρμαρωμένα ψάρια ανοιγοκλείνοντας το στόμα και καταπίνοντας μιντιακά αγκίστρια, μια αυτοκτονία, γίνεται σε μερικά δευτερόλεπτα μπουρμπουλήθρα κοινωνικής ευαισθητοποίησης.
Μια μυρωδιά χαλασμένου ψαριού έχει τυλίξει τα πάντα και μέσα στη σάπια ψαρόσουπα είμαστε όλοι, μην σε νοιάζει πια. Σε περιμένει ούτως ή άλλως το αυγολέμονο και δεν το’ χεις καταλάβει. Τι μπορεί να σπάσει τη γυάλα; Οι καρχαριακές μνήμες των ένδοξων αγώνων του παρελθόντος; Οι πουλημένες ιδεολογίες που χρόνια τώρα βρωμάνε και αυτές μουχλιασμένο χαβιάρι (από το ακριβό); Η π(λ)αστή ασφάλεια που σκάει σα φυσαλίδα νερού;
Η ντροπή ίσως μπορεί. Όχι η αξιοπρέπεια. Η ντροπή.