Αντιμέτωποι με εξοντωτικούς ελέγχους από την Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και με τις βαριές ποινικές κυρώσεις του σχετικού νόμου για το ξέπλυμα χρήματος θα έλθουν όχι μόνο οι μεγάλοι φοροφυγάδες, αλλά και χιλιάδες...
«στριμωγμένοι» επιχειρηματίες, οι οποίοι δυσκολεύονται να αποδώσουν ΦΠΑ ή Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών!
Η πρώτη σημαντική εγκύκλιος που εξέδωσε η νέα γενική γραμματέας δημοσίων εσόδων, Κατερίνα Σαββαϊδου, εκδόθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατόπιν ισχυρών πιέσεων της τρόικας, η οποία από καιρό επιμένει ότι θα πρέπει να μπει και η Αρχή για το ξέπλυμα στη «μάχη» κατά της φοροδιαφυγής, όπως συμβαίνει στα περισσότερα κράτη του ανεπτυγμένου κόσμου.
Άλλωστε, ήδη από τις αρχές του τρέχοντος έτους η σοβαρή φοροδιαφυγή έχει προστεθεί στη λίστα των βασικών αδικημάτων για το ξέπλυμα χρήματος, άρα υπάρχει ήδη το σχετικό νομοθετικό «οπλοστάσιο», ώστε να αντιμετωπίσουν και τις βαριές προβλεπόμενες ποινές για ξέπλυμα και οι φοροφυγάδες. Στην πράξη, η νομοθεσία αυτή δεν έχει εφαρμοσθεί, όμως, από τις υπηρεσίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, καθώς εκκρεμούσε η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή.
Παρότι επί της γενικής αρχής να διώκονται και για ξέπλυμα χρήματος οι μεγάλοι φοροφυγάδες δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει, έμπειροι φοροτεχνικοί τονίζουν ότι η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας σε καιρό πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε κωμικοτραγικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι χιλιάδες επιχειρηματίες μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν υποπέσει σε βαριά φοροδιαφυγή, όχι από κακή πρόθεση, αλλά από οικονομική αδυναμία. Αυτοί οι επιχειρηματίες, εκτός από τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζουν με την εφορία, θα δουν την Αρχή για το ξέπλυμα να «ξεσκονίζει» τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και τις συναλλαγές τους και θα βρεθούν αντιμέτωποι με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις.
Ο «πήχης» για να θεωρηθεί κανείς ύποπτος για ξέπλυμα χρήματος από φοροδιαφυγή πέφτει με την εγκύκλιο αρκετά χαμηλά, για τα σημερινά δεδομένα της αγοράς: στα «δίχτυα» της Αρχής για το ξέπλυμα, οι οποίοι θα ξεκινά έρευνες κατόπιν υποβολής στοιχείων από τις εφορίες, θα μπαίνουν όσοι χρωστούν στο Δημόσιο πάνω από 10.000 ευρώ και έχουν διαπράξει και παραβάσεις φοροδιαφυγής, οι οποίες έχουν στερήσει από το Δημόσιο συνολικά έσοδα άνω των 40.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις φοροδιαφυγής, αυτές μπορεί να είναι πολύ κοινές, ιδιαίτερα σήμερα, πράξεις, όπως «η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση».
Εκτός από αυτές τις πράξεις, στις οποίες έχουν υποπέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματίες εν μέσω κρίσης, υπάρχουν βεβαίως και οι σοβαρότερες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, όπως:
- Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων.
- Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων.
«στριμωγμένοι» επιχειρηματίες, οι οποίοι δυσκολεύονται να αποδώσουν ΦΠΑ ή Φόρο Μισθωτών Υπηρεσιών!
Η πρώτη σημαντική εγκύκλιος που εξέδωσε η νέα γενική γραμματέας δημοσίων εσόδων, Κατερίνα Σαββαϊδου, εκδόθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατόπιν ισχυρών πιέσεων της τρόικας, η οποία από καιρό επιμένει ότι θα πρέπει να μπει και η Αρχή για το ξέπλυμα στη «μάχη» κατά της φοροδιαφυγής, όπως συμβαίνει στα περισσότερα κράτη του ανεπτυγμένου κόσμου.
Άλλωστε, ήδη από τις αρχές του τρέχοντος έτους η σοβαρή φοροδιαφυγή έχει προστεθεί στη λίστα των βασικών αδικημάτων για το ξέπλυμα χρήματος, άρα υπάρχει ήδη το σχετικό νομοθετικό «οπλοστάσιο», ώστε να αντιμετωπίσουν και τις βαριές προβλεπόμενες ποινές για ξέπλυμα και οι φοροφυγάδες. Στην πράξη, η νομοθεσία αυτή δεν έχει εφαρμοσθεί, όμως, από τις υπηρεσίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, καθώς εκκρεμούσε η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δημοσιοποιήθηκε την Παρασκευή.
Παρότι επί της γενικής αρχής να διώκονται και για ξέπλυμα χρήματος οι μεγάλοι φοροφυγάδες δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει, έμπειροι φοροτεχνικοί τονίζουν ότι η εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας σε καιρό πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε κωμικοτραγικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι χιλιάδες επιχειρηματίες μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν υποπέσει σε βαριά φοροδιαφυγή, όχι από κακή πρόθεση, αλλά από οικονομική αδυναμία. Αυτοί οι επιχειρηματίες, εκτός από τα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζουν με την εφορία, θα δουν την Αρχή για το ξέπλυμα να «ξεσκονίζει» τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και τις συναλλαγές τους και θα βρεθούν αντιμέτωποι με βαρύτατες ποινικές κυρώσεις.
Ο «πήχης» για να θεωρηθεί κανείς ύποπτος για ξέπλυμα χρήματος από φοροδιαφυγή πέφτει με την εγκύκλιο αρκετά χαμηλά, για τα σημερινά δεδομένα της αγοράς: στα «δίχτυα» της Αρχής για το ξέπλυμα, οι οποίοι θα ξεκινά έρευνες κατόπιν υποβολής στοιχείων από τις εφορίες, θα μπαίνουν όσοι χρωστούν στο Δημόσιο πάνω από 10.000 ευρώ και έχουν διαπράξει και παραβάσεις φοροδιαφυγής, οι οποίες έχουν στερήσει από το Δημόσιο συνολικά έσοδα άνω των 40.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις φοροδιαφυγής, αυτές μπορεί να είναι πολύ κοινές, ιδιαίτερα σήμερα, πράξεις, όπως «η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση».
Εκτός από αυτές τις πράξεις, στις οποίες έχουν υποπέσει εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρηματίες εν μέσω κρίσης, υπάρχουν βεβαίως και οι σοβαρότερες περιπτώσεις φοροδιαφυγής, όπως:
- Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων.
- Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων.