εκδόσεις Καστανιώτη
Ο έφηβος αφηγητής του μυθιστορήματος, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει την προσωπική του αφήγηση του παρελθόντος, έρχεται αναγκαστικά αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, στην πιο δύστροπη εκδοχή της, τη συντελεσμένη. Διατρέχοντας τον περασμένο χρόνο της παιδικής του ηλικίας συνειδητοποιεί ότι πασχίζει να συναρμόσει μεταξύ τους κομμάτια που μπορεί να μην είναι θραύσματα αληθινών γεγονότων, αλλά απεικάσματα μιας πλανεμένης μνήμης. Την ανησυχία του για τη φασματική, εν πολλοίς, ύλη των αναμνήσεων επιδεινώνει η ανάγκη του να αποκαταστήσει τις αδικίες και τις πλάνες της ανήλικης οπτικής του.
Η εκ των υστέρων επιτακτική αίσθηση του δικαίου και οι συνακόλουθες ενοχές που ζητούν εξιλέωση, έχουν να υπερκεράσουν τη δυσπιστία του αφηγητή για την ειλικρίνεια της μνήμης του. Από το άλλο μέρος, το μυαλό του συχνά προσφεύγει στην αμφιβολία, προκειμένου να επωμιστεί το άχθος όσων ανακαλεί. Διότι, όπως αναγνωρίζει ο ήρωας του βιβλίου, πολλές φορές είναι πολύ πιο δύσκολο να σε ξεχνούν όλα εκείνα που έχουν συμβεί παρά να τα ξεχνάς ο ίδιος. Ακόμη και όσοι έχουν την αυταπάτη πως η λήθη είναι με το μέρος τους, θα υποστούν αργά ή γρήγορα την εκδίκηση των περασμένων και καθόλου ξεχασμένων. Στην περίπτωση του Θησέα Κατακουζηνού τον θυμούνται τα χειρότερα, που αναφύονται με όλη τους τη δριμύτητα κατά την επιστροφή του σε μια γειτονιά της δεκαετίας του '50. Σε μια αυλή αυτής της γειτονιάς, που δεν είχε τότε ακόμη στεγνώσει από τα βορβορώδη απόνερα του Εμφυλίου, μεγάλωσε και εκείνος, στραγγαλισμένος από τις αμαρτίες δύο «σεσημασμένων» γονέων.
Η εξιστόρηση των πιο επώδυνων ημερών των εφηβικών του χρόνων μοιάζει με απολογία, αρχικά εξ ονόματος της μητέρας του και κατόπιν του ιδίου. Η ανάληψη του ρόλου απολογητή για το αμάρτημα της μητρός του αποδεικνύεται βαθμιαία ασύμβατη με τις απώτερες προθέσεις του αφηγητή. Το μίσος του για εκείνη ανέκοπτε την επιθυμία αθώωσής της και την ίδια στιγμή το μίσος αυτό συντριβόταν στην ανεπίδοτη μεταμέλειά του. Η μητέρα του παντρεύτηκε έναν κομμουνιστή και ποτέ δεν κατάλαβε πως εκείνος δεν αγαπούσε τον κομμουνισμό περισσότερο από εκείνη. Οι οιωνοί, βέβαια, έδειχναν εναντίον του. Το όνομά του ήταν Μενέλαος και η αγαπημένη ήταν κατά τεκμήριο ωραία, καίτοι Μαρίκα. Η ισόβια κάθειρξη του συζύγου της για τα αντεθνικά του φρονήματα αδικούσε το άλκιμο σώμα της και έτσι εκείνη κατέφυγε στο παρόν σώμα τού εγκαίρως μεταμεληθέντος κουρέα της γειτονιάς, καθότι τα δικά του δεσμά, του γάμου, μπορούσαν εύκολα να καταλυθούν. Ο Θησέας παραδίδεται ανεπίγνωστα και ολοκληρωτικά στη συμπτωματολογία του οιδιπόδειου συμπλέγματος και βιώνει από την πλευρά του θύματος την προδοσία της μητέρας του, ενόσω βάλλεται από τις κανιβαλικές διαθέσεις του κοντινού του περίγυρου. Οι γείτονες, οι φιλήσυχοι νοικοκυραίοι των διπλανών αυλών, σπαράσσουν με τη σαρκοβόρα συμπόνια τους την επικατάρατη οικογένεια, απονέμοντας χάρες και κατάρες στο μέτρο της εύκαμπτης ηθικής τους. Ο Θησέας, εγκαταλελειμμένος από τη μοιχαλίδα και έκθετος από την απουσία της πατρικής αυθεντίας, στέλνεται ακαριαία «στην πυρά διά της συμπόνιας» και υποβάλλεται καθημερινά σε «υποχρεωτική σίτιση οίκτου». Οι γονείς του, από την άλλη, καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς προσχήματα, ει μη μόνον αυτό της χρηστότητας, εις το πυρ το εξώτερον. Υστερα από χρόνια, όταν ο χρόνος θα είναι υπερσυντέλικος, θα αναλάβουν οι πανουργίες του μυαλού του, με ξεγελάσματα και παραχαράξεις, να ανασυντάξουν τις φαύλες εκδικάσεις των γειτονικών αυλόγυρων. Ομως ο αφηγητής γνωρίζει εκ των προτέρων πως όσο και αν ελπίζει στην ολιγωρία της μνήμης του, η πραγματικότητα δεν θα γίνει ποτέ θρύψαλα και πως τα κομμάτια της που ανακαλεί θα τον κόβουν εξακολουθητικά. Η αναδρομική εκτύλιξη του χαμένου χρόνου θα ακολουθήσει αναπόδραστα τη ροή εσωτερικής αιμορραγίας.
Ο Θανάσης Καρτερός αποδίδει με απροκάλυπτο θυμό, αλλά και με πικραμένη νηφαλιότητα, το κολαστήριο της γειτονιάς, ένα στρατόπεδο κυκλωμένο από το συρματόπλεγμα του φόβου, σκεπασμένο με τη μοχθηρή ευπροσηγορία των εγκλείστων. Η δειλία τους και η ταπείνωσή τους έχουν κατατροπώσει την ανθρωπιά τους. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τους έχει γονατίσει. Η ηθική τους σκεβρώνει από τον διαρκή φόβο και η επίκληση της αξιοπρέπειάς τους συνιστά την κορυφαία στιγμή της υποκρισίας τους. Οι έμφοβες, γλίσχρες χειρονομίες, τα κλεφτά βλέμματα και οι στομωμένες λέξεις κρύβουν κάτω από τη φιλειρηνική τους επίφαση τις στάχτες από τα αποκαΐδια της Ιστορίας. Αυτές οι στάχτες, απομεινάρια μιας καταστροφής ακατάληπτης για τον ανήλικο αφηγητή, απλώνουν γύρω του έναν φαιόχρωμο ορίζοντα. Ο Καρτερός αφήνει κατά μέρος την αναδιήγηση του συλλογικού παρελθόντος για να ιχνηλατήσει στα πρόσωπα ενός μικρόκοσμου τις βαρύτατες κακώσεις των μετακατοχικών χρόνων. Σε μια γειτονιά της μεταπολεμικής Ελλάδας υποχρεώνονται σε μια αδυσώπητη συνύπαρξη οι «επαγγελματίες ηττημένοι», αποθηριωμένοι από την ταπείνωση της υποταγής, και οι «επαγγελματίες νικητές», που έλκουν την καταγωγή από την «εκδιδόμενη μεσαία τάξη της Κατοχής». Ο Καρτερός αποτιμώντας τα ανομήματα τόσο των αμνών όσο και των λύκων έρχεται αναπότρεπτα αντιμέτωπος με το δίλημμα της συγχώρεσης. Πού άραγε βρίσκεται το σύνορο ανάμεσα στην άτεγκτη νομοτέλεια της ιστορίας και τις ανθρώπινες αμαρτίες; Μέχρι και την τελευταία φράση ο συγγραφέας θα αντισταθεί να τοποθετήσει ακόμη και τον ίδιο τον ήρωά του σε μια περιχαρακωμένη περιοχή, είτε της ενοχής είτε της αθωότητας. Η ανυποληψία της μνήμης δεν επιτρέπει τόσο ακριβείς οριοθετήσεις. Ακόμη και ο πατέρας του ήρωα, ο οποίος πριν γίνει κομμουνιστής ήταν καθηγητής Μαθηματικών, δεν θα καταφέρει να λύσει την εξίσωση που θα ισοσκέλιζε τα προσωπικά του λάθη με τη στυγνή τιμωρία τους. Από τη στιγμή που πίστεψε στα κόκκινα μαθηματικά των συντρόφων, «ένα κι ένα κάνουν δύο», τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονταν παραδόξως ακατάσχετα. Μια αρμαθιά «ένοπλα ερωτηματικά» κληροδότησε και στον γιο του, ο οποίος ματαίως αποζητούσε απαντήσεις σε κοφτερά συναισθήματα, που πετσόκοβαν τον πατέρα και τη μητέρα του, γδέρνοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο. Ο,τι πιο απτό έχει φυλάξει η ανάμνηση της φευγαλέας τους παρουσίας στη ζωή του είναι μερικές στιγμές χωμένες μέσα του σαν «σκουριασμένα καρφιά». Η διαπόμπευση της μητέρας του από τα σεπτά στόματα των γειτονισσών και η σκυφτή μορφή του πατέρα του, που επέστρεψε από τη φυλακή για να καταντήσει κήρυκας της ήττας του και περιφερόμενος διαφημιστής της ξεφτίλας του, είναι το αντίτιμο που ο ίδιος υποχρεώθηκε να καταβάλει στην εποχή του. Ενα αντίτιμο με δολερό αντιστάθμισμα τον οίκτο.
Ο Θησέας επιστρέφει στον φονικό λαβύρινθο της γειτονιάς του χωρίς μίτο, ακολουθώντας τον απόηχο από λόγια σβησμένα, για να προσθέσει σε αυτά τις δικές του ετεροχρονισμένες λέξεις, φτιάχνοντας έτσι μια έξοδο κινδύνου από το παρελθόν. Η αφήγησή του επιχειρεί να αποστάξει από το «πανδαιμόνιο του τότε και τους θολούς αντικατοπτρισμούς του τώρα» ένα νόημα, συνεπές ωστόσο με την αλλοτινή του σύγχυση. Το δικό του κείμενο αναφύεται μέσα από τα κενά στα μισόλογα που άκουγε τότε, μέσα από τις αποσιωπήσεις δικαίων και αδίκων και πρωτίστως μέσα από τον εφιαλτικό συριγμό που αντηχούσε στην παιδική του ηλικία, μια συριστική κακοφωνία που εξέπεμπαν ακατάπαυστα τα μισόκλειστα στόματα των συμπασχόντων. Είναι ένα κείμενο που γράφεται ενάντια στη σιωπή, αλλά και ενάντια στην ανάγκη της σιωπής. Στις λέξεις του θα αρνηθεί την τελεία καθώς μιλούν για πληγές ανοιχτές, που σε αντίθεση με τις εποχές δεν έχουν τέλος. Ο χρόνος ποτέ δεν φεύγει αναίμακτα. Το τραμ το τελευταίο ενός παλαιού καιρού θα τερματίσει απότομα την ιστορία του, αλλά τίποτα δεν θα έχει τελειώσει. Οπως ο πατέρας του έμεινε έντεκα χρόνια στη φυλακή χωρίς απαντήσεις, ο γιος θα κλείσει την αφήγησή του αφήνοντας το άγος, την ντροπή, τον θυμό και την ανεξιλέωτη ενοχή να χαίνουν μέσα της. Η τελευταία λέξη, άλλωστε, ανήκει πάντα στην πραγματικότητα. Τελικά, το μόνο που θα καταφέρει να κρατήσει στα χέρια του μετά από όλη αυτή τη διαπάλη μνήμης και γραφής, δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από ένα αντίγραφο του πατέρα του, το πηλίκο από τα συναξάρια των μαρτύρων της εποχής του.
Ο Θανάσης Καρτερός αποτυπώνει με ιλιγγιώδη, παράφορο λόγο τη μάχη του αφηγητή με την ακαταληψία και τις διαφυγούσες απαντήσεις, εγκεντρίζοντας στη γλώσσα του το ακαταδάμαστο αίσθημα μιας αμφίστομης αδικίας. Γεμίζοντας τα κενά ανάμεσα στις λέξεις που επέζησαν του παρελθόντος, ο ήρωας του Καρτερού μπαίνει με τη σειρά του σε ένα στημένο παιχνίδι, όπου η Ιστορία έχει εξαρχής κατακρατήσει όλους τους άσους.
enet.gr