Σε μια άνευ προηγουμένου πίεση βρίσκονται τραπεζίτες και στελέχη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εδώ και εβδομάδες με αφορμή τους ελέγχους που διενεργεί στα χαρτοφυλάκιά τους η αμερικανική εταιρεία BlackRock. Η συγκεκριμένη εταιρεία ανέλαβε τη δουλειά από την Τράπεζα της Ελλάδας και κατόπιν υποδείξεως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου χωρίς κανέναν διαγωνισμό, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί μια δημόσια διαδικασία υποβολής προσφορών ώστε να επιλεγεί εκείνη η εταιρεία συμβούλων που θα έφερνε σε πέρας το έργο με τον πιο οικονομικό και πρόσφορο τρόπο. Η δουλειά αφορά τον εξονυχιστικό έλεγχο των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών και θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους. Ζητούμενο είναι μια πραγματική, χωρίς ωραιοποιήσεις, και με βάση τα πρόσφατα δεδομένα απεικόνιση των μελλοντικών εισπράξεων και προβλέψεων των ελληνικών τραπεζών.
Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για μια διαδικασία υψηλού βαθμού εμπιστευτικότητας, καθώς τα στελέχη της BlackRock συνεπικουρούμενα κι από στελέχη της Ernst & Young θα εισέλθουν στα άδυτα των αδύτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Θα αποκτήσουν δηλαδή ανυπολόγιστης αξίας πληροφορίες όχι μόνο για την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των υπό έλεγχο τραπεζών αλλά ακόμη και για τους δανειολήπτες: τι χρωστούν και με τι όρους, χρηματοοικονομική τους υγεία, συμμετοχές και εγγυήσεις που έχουν προσφέρει σε άλλες επιχειρήσεις κ.λπ. Πρόκειται για ένα υψηλής αξιοπιστίας ανάγλυφο του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη, στο οποίο δεν έχουν πρόσβαση ούτε και στελέχη της κεντρικής τράπεζας, για ευνόητους λόγους.
Πως όμως θα αξιοποιήσει η BlackRock αυτό το ανεκτίμητο υλικό που θα αποκτήσει για τις ελληνικές επιχειρήσεις; Τηρεί εκείνες τις προδιαγραφές ώστε την εσωτερική πληροφόρηση που θα έχει να την περιφρουρήσει και να μην διαχυθεί στην αγορά διευκολύνοντας σχέδια άλωσης των ούτως ή άλλως κλυδωνιζόμενων ελληνικών επιχειρήσεων;
Ένα πρόσφατο δημοσίευμα της έγκριτης αμερικανικής εφημερίδας The Wall Street Journal καθιστά όχι και τόσο προφανή την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα! Συγκεκριμένα, σε ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη Πέμπτη, 13 Οκτώβρη 2011, με τίτλο «Ξεθωριάζει η όρεξη για χρέος υψηλού κινδύνου (junk)» γινόταν αναφορά στην χαμηλή ζήτηση που παρουσιάζεται από την μεριά των επενδυτών για ομόλογα υψηλού κινδύνου καθώς «δεν αποζημιώνουν τους επενδυτές αρκετά για τον κίνδυνο, ειδικά καθώς η οικονομία επιβραδύνει. Ως αποτέλεσμα» συνέχιζε το ρεπορτάζ «ρίχνουν περισσότερα χρήματα σε τοποθετήσεις τις οποίες εκτιμούν ότι έχουν περισσότερη αξία και είναι λιγότερο ριψοκίνδυνες όπως επιχειρηματικό χρέος στην Ευρώπη κλπ.».
Υπάρχουν όμως και επενδυτές που δεν ...κάνουν πίσω, παρότι οι αποδόσεις των εν λόγω ομολόγων έχουν μειωθεί κατά 6,8% από τις 30 Ιούνη. «Καθώς υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα, αρχίζουν να παρουσιάζονται καλές ευκαιρίες», δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα ο Τζιμ Κίναν, επικεφαλής του τμήματος μοχλευμένων χρηματοπιστωτικών χαρτοφυλακίων και επενδύσεων της BlackRock. «Η BlackRock», συνεχίζει η εφημερίδα «αγοράζει χρέος εταιρειών στην Ευρώπη, την Λατινική και Κεντρική Αμερική», συνεχίζει η εφημερίδα, μεταφέροντας τα λόγια του στελέχους της.
Κι εδώ ακριβώς είναι που γεννιούνται τα ερωτήματα, καθώς η σύγκρουση συμφέροντος είναι πασιφανής! Γιατί δεν μπορεί η ίδια εταιρεία που με το ένα χέρι κινείται σε αυτές τις αγορές και αγοράζει επιθετικά εταιρικό χρέος, υψηλού μάλιστα κινδύνου, με το άλλο χέρι να ανοίγει τα βιβλία των τραπεζών και να εισέρχεται σε επτασφράγιστα επιχειρηματικά μυστικά! Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γεννά πολλές σκέψεις η σπουδή του ΔΝΤ να επιβάλει την BlackRock, όπως έκανε και στην Ιρλανδία πριν την φέρει στην Ελλάδα. Στη σύμβαση αλήθεια που υπέγραψε με την Τράπεζα της Ελλάδας και το ελληνικό δημόσιο έχει δεσμευτεί να απέχει από τέτοιες πράξεις; Κι αν έχει δεσμευτεί δεν θα πρέπει τώρα το ελληνικό δημόσιο να καταγγείλει τη σύμβαση και να τους διώξει όσο ακόμη είναι καιρός;
sofokleous 10