Μια φορά κι έναν καιρό, δύο παλιοί γνώριμοι, ο ΣΟΡΟύληΣ και ο βοηθός του, ο Δομίνικος ξεκίνησαν να πάνε για.... κυνήγι.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και οι συνθήκες ιδανικές. Έτσι λοιπόν, αποφάσισαν να πάρουν μαζί τους και το μικρό Γιωργάκη, για να τον μυήσουν στα μυστικά του κυνηγιού.
Εφοδιάστηκαν με τον απαραίτητο εξοπλισμό κι έπειτα από μία σύντομη διαδρομή, έφτασαν στο μεγάλο δάσος. Μιας και ο καιρός ήταν εξαίρετος, όλα τα ζώα είχαν ξετρυπώσει από τις φωλιές και τα λαγούμια τους, έβοσκαν στο φρέσκο χορτάρι και ποτίζονταν στο δροσερό νερό του ποταμού, ανυποψίαστα... Οι τρεις κυνηγοί μας, χωρίς να χάσουν λεπτό, επιδόθηκαν στην αγαπημένη τους απασχόληση.
Είχαν απορροφηθεί τόσο πολύ με το κυνήγι, που δεν κατάλαβαν πως πέρασε σχεδόν ολόκληρη η μέρα… Κουρασμένοι μα κατευχαριστημένοι, μάζεψαν όλα τα θηράματα σε ένα μεγάλο σωρό, στο ξέφωτο του δάσους. Άναψαν μια μεγάλη φωτιά και έκατσαν να ξαποστάσουν και να απολαύσουν την επιτυχία τους. Ήτανε δε τόσο μεγάλη, που ο σωρός των θηραμάτων υψωνόταν ίσαμ’ ένα ανδρικό μπόι, ψηλός.
Εκεί που κάθονταν λοιπόν, γυρίζει ο ΣΟΡΟύληΣ στον βοηθό του και του λέει:
- «Δομίνικε, τα καταφέραμε καλά. Μπράβο μας! Θέλω τώρα, να μοιράσεις τη λεία.»
Σηκώνεται ο Δομίνικος, πηγαίνει στο σωρό, τον μοιράζει σε τρία ίσα μέρη και δίνει στον καθένα το μερίδιό του. Βλέπετε, είχε επίγνωση ότι ήταν βοηθός του ΣΟΡΟύλη, αλλά τον ήξερε πολλά χρόνια και πίστευε πια, ότι δικαιούταν κι εκείνος μιαν ίση συμμετοχή στα κέρδη. Από την άλλη, δεν ήθελε να απογοητεύσει και το μικρό Γιωργάκη που είχε συνεισφέρει κι εκείνος στην προσπάθεια.
Μόλις ο ΣΟΡΟύληΣ, όμως, βλέπει τη μοιρασιά, που είχε κάνει ο Δομίνικος, αναψοκοκκίνησε!
Άστραψε και βρόντηξε! Έξαλλος, φωνάζοντας, βρίζοντας και χειρονομώντας, βουτάει τ’ όπλο του και αρχίζει να ρίχνει απανωτά προς τον αποσβολωμένο και τρομαγμένο Δομίνικο, που αμέσως το βάζει στα πόδια και χώνεται στην πρώτη σπηλιά που βρίσκει μπροστά του για να σωθεί. Αλίμονο!
Η σπηλιά είναι φωλιά λιονταριών και ο δυστυχής Δομίνικος από κυνηγός γίνεται λεία…
Ο ΣΟΡΟύληΣ τότε, έχοντας ηρεμήσει κατά κάποιον τρόπο, γυρίζει προς το μέρος του μικρού Γιωργάκη:
- «Μείναμε οι δυό μας τώρα. Κάνε εσύ τη μοιρασιά».
Διστακτικά στην αρχή, μα πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, ο μικρός Γιωργάκης σηκώνεται και πηγαίνει προς το σωρό με τα θηράματα. Με όση δύναμη του είχε απομείνει από την κούραση, αλλά και την τρομάρα που είχε πάρει, έσπρωξε όλον το σωρό προς το μέρος του ΣΟΡΟύλη. Διάλεξε μόνο και κράτησε για τον εαυτό του, ένα μικρό πουλάκι.
- «΄Έξοχα»!, φώναξε κατενθουσιασμένος ο ΣΟΡΟύληΣ. «Εύγε και Μπράβο σου!» του λέει. «Πες μου, όμως, σε παρακαλώ κάτι: Ποιος σου έμαθε να μοιράζεις τόσο καλά;»
Ο μικρός Γιωργάκης σήκωσε το βλέμμα του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν χαμηλωμένο και κοιτούσε στο χώμα, κοίταξε το ΣΟΡΟύλη στα μάτια και του λέει:
- «Το πάθημα του Δομίνικου, Αφεντικό!»
Κι έτσι, ο ΣΟΡΟύληΣ πήρε το μικρό Γιωργάκη για βοηθό του και ζήσαν αυτοί όχι μόνο καλά, αλλά ΚΑΙ καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν αφήσει τίποτα για εμάς...
NIGHT HAWK
ΥΓ. Οποιαδήποτε ομοιότητα της παραπάνω ιστορίας, με πρόσωπα και σημερινές καταστάσεις, ίσως ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ
ΠΗΓΗ:http://logia-starata.blogspot.com