Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Χορεύοντας με τις διαπραγματεύσεις

Η Παγκόσμια Τράπεζα ανησυχεί, οι ΗΠΑ προειδοποιούν (με κάποιον φόβο), ο Spiegel επιμένει ότι το κόστος ενός Grexit θα μπορούσε να αγγίξει (κατ’ αρχήν) το 1 τρισ. ευρώ, η Ιταλία γνωρίζει ότι αν «σκάσει» η Ελλάδα οι κερδοσκόποι θα την κάνουν «Κύπρο», ο Guardian βλέπει στην έξοδο της Ελλάδας την αρχή του τέλους της Ευρωζώνης,


η Πορτογαλία βγήκε απ’ τη ζώνη της επιτήρησης για να μπει στη ζώνη της σκλαβιάς και της οικονομίας της φρίκης, όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι βλέπουν τις δημοκρατίες να εκφυλίζονται, και

βεβαίως η κυρία Μέρκελ επιμένει! Οχι στην ασάφεια που σαν ομίχλη κάθε φορά κυκλώνει την προοπτική και τη διαδικασία των συναντήσεών της με τον κ. Τσίπρα, αλλά στην τευτονική σαφήνεια των δηλώσεών της ύστερα απ’ αυτές τις συναντήσεις. Και αυτήν τη φορά λοιπόν η κυρία Μέρκελ ήταν σαφής σαν διαταγή, ου μην και τελεσίγραφο. Η Ελλάδα, είπε, πρέπει μετ’ επιτάσεως να ολοκληρώσει τις συνομιλίες (δηλαδή να δεχθεί αμάσητα και άνευ ετέρας τα προαπαιτούμενα των «θεσμών») και ότι πρέπει να καταλάβει ότι τώρα κάθε μέρα μετράει.

Τι είχες, Γιάννη μου; τι ’χα πάντα.

Παρ’ ότι στην Αθήνα ο άλλος Γιάνης ισχυρίζεται ότι δεν έχουμε συμφωνήσει για το 1% (περί το πρωτογενές πλεόνασμα) και ότι αν συμφωνήσουμε για αυτό και κάποια άλλα ακόμα, σε έξι μήνες ή δώδεκα θα βρισκόμαστε στην ίδια δεινή θέση.

Γιατί όμως η κυρία Μέρκελ (με τον κ. Ολάντ μαϊντανό και τον κ. Σόιμπλε δεξί εξτρέμ) επιμένει να συνθλίψει την Ελλάδα, χωρίς να φοβάται πως τυχόν ρήξη θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνον τη συνοχή της ευρωζώνης, αλλά και τα μελλοντικά σχέδια της Γερμανίας για Ευρώπη των δύο ταχυτήτων;

Διότι η Ελλάδα πήγε στις διαπραγματεύσεις χωρίς την απειλή της ρήξης πρώτο όπλο στη φαρέτρα της (με δεύτερο το κόστος της ρήξης για τους Γερμανοευρωπαίους και τρίτο όπλο τον λαό στους δρόμους, εμψυχωμένο από τα πρώτα δέκα-δεκαπέντε φιλολαϊκά νομοσχέδια που θα είχαν υπερψηφισθεί από τη Βουλή, ανεξαρτήτως κόστους).

Το θηρίο αν δεν το ξεδοντιάσεις, σε τρώει. Ισως κάποιοι στην κυβέρνηση να θεώρησαν τότε ότι μια τέτοια πολιτική θα ήταν πολιτική υψηλού ρίσκου. Η πολιτική χαμηλού ρίσκου που ακολουθήθηκε απεδείχθη πολιτική «κατευνασμού». Με αποτέλεσμα

σήμερα να υφιστάμεθα (στην πραγματικότητα) την «πέμπτη αξιολόγηση», να φιλοδοξούμε μόνον σε μεταβατικές συμφωνίες ή ακόμα-ακόμα να καταφεύγουμε σε αιτήματα για παράταση του τρέχοντος Μνημονίου (ως τον Μάρτιο του 2016) προκειμένου να αποφύγουμε το τρίτο Μνημόνιο (όπως κι αν ονομασθεί στην περίπτωση που θα επισυμβεί). Μακάρι να πρόκειται περί παραπληροφόρησης.

Λέει τώρα ο κ. Φίλης (και σωστά, αλλά εκ των υστέρων) ότι η κυβέρνηση δεν προέβη στις μονομερείς εκείνες ενέργειες αμέσως μετά τις εκλογές, όταν η ορμή του λαού ήταν πρόσφατη, ώστε οι δανειστές να βρεθούν ενώπιον μιας κατάστασης όντως διαφορετικής από εκείνην που είχαν συνηθίσει. Στο μεταξύ όμως

το πουλί πέταξε! Και για αυτό έχουν ευθύνες όσοι (καλών προθέσεων) πίστευαν ότι ο «δρόμος για τη Ρώμη» δεν κρύβει παγίδες, όσον κι εκείνοι που ευθύς εξαρχής δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν αν ο δρόμος τους τούς οδηγεί στα Σούσα, αρκεί στο μεταξύ να προλάβαιναν να κρεμάσουν το ταγάρι τους στης διακυβέρνησης τον ναό.

Τώρα, το μόνον που μένει είναι η κυβέρνηση να επικεντρώσει στο χρέος, όχι ως εις μιαν υποσχετική διευθέτησης, ούτε ως εις ένα άλλοθι που θα χρύσωνε το χάπι για την κατάποση ενός ακόμα δηλητηρίου: παράταση του υπάρχοντος Μνημονίου, ή είσοδος σε τρίτο, που μόνον την ολοκληρωτική καταστροφή της μισοκατεστραμμένης Ελλάδας μπορεί να υποσχεθεί.

Ομως ο αγώνας για το χρέος (έτσι που ως τώρα έχει παραμεληθεί κι αυτός) θα διεξαχθεί από ακόμα δυσμενέστερες θέσεις για την κυβέρνηση. Αν μάλιστα αυτός ο αγώνας δεν έχει απτά αποτελέσματα στο ορατό μέλλον των αμέσως επόμενων εβδομάδων, η κυβέρνηση θα έρθει αντιμέτωπη με την αποσάθρωση, ακόμα και τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και με την καταληκτική απογοήτευση και αποξένωση του λαού.

Θα μείνει, δηλαδή, άοπλη. Και θα έχει την ανάλογη τύχη. Πράγμα χωρίς ιδιαίτερη σημασία μπροστά στο ιστορικής σημασίας γεγονός ότι η Αριστερά στην Ελλάδα θα έχει γίνει στραπάτσο, τραυματίζοντας και την υπόλοιπη Αριστερά στην Ευρώπη. Οτι η Ελλάδα η ίδια θα έχει μείνει ανυπεράσπιστη απέναντι στο γερμανικό κισμέτ,

με την εγχώρια παλινόρθωση των ραγιάδων και των γενίτσαρων τρομερότερη για τη χώρα παρά ποτέ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχει ακόμα ο καιρός να «το πάρει η κυβέρνηση αλλιώς»; Δεν το γνωρίζω. Βλέπω όμως πολλούς «παράλυτους» μέσα στην κυβέρνηση (που μάλιστα έχουν αρχίσει να κατηγορούν ο ένας τον άλλον) και δυο-τρεις (ευτυχώς μετρημένους στα δάκτυλα) πονηρούς.

Αυτοί οι τελευταίοι καλό είναι να ξέρουν ότι ο καιρός που το είδος τους έκανε διαδρομές πάνω στην καμπούρα των ανιδιοτελών αριστερών έχει παρέλθει οριστικώς. Δεν υπάρχουν σήμερα οι ιστορικοί εκείνοι εξαναγκασμοί, που έφεραν στο παρελθόν πολλούς αγωνιστές στην απελπισμένη εκείνη θέση τού σφάξε με αγά μου να αγιάσω, διότι το κόμμα είναι αλάνθαστο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που οι αντιθέσεις βγαίνουν στον αφρό, οι γνώμες αλληλοσυγκρούονται και για αυτό ακριβώς τις ευθύνες (και για το καλό και για το κακό) οι πολίτες τις βλέπουν, τις εντοπίζουν και τις αποδίδουν. Κανείς μανδαρίνος δεν μπορεί να κρυφθεί μέσα σε σκιές, σε επικοινωνιακές παρλαπίπες και σε καφενειακού επιπέδου εξυπνακισμούς.

Ο λαός έχει υπομονή και υποστηρίζει την κυβέρνηση, έστω με κομμένη την ανάσα και πάντως με την ψυχή το στόμα. Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει (όχι ένεκεν ενός ευγενικού αγώνα αλλά ένεκεν μιας ενσωμάτωσης στο πλέγμα των δυναστών), τότε θα έχει να αντιμετωπίσει την αντίδραση του λαού. Την όντως αντίδραση, κι όχι τις συγκεντρώσεις της πλάκας, σαν αυτές που κάνει το ΠΑΜΕ για την τιμή των πανώ...



Στάθης
Αναδημοσίευση από το enikos.gr