Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Η φαντασίωση του τουρίστα

Η Υδρα ήταν η συνηθισμένη, χαριτωμένη «Υδριζα» που μοιάζει να μην την ακουμπάει ο χρόνος και η μοναδική σημαντική προσθήκη ήταν το «Andy’s Bar» κοντά στο κλασικό «Papagalo» αλλά όχι και τόσο ώστε το άνοιγμά του να θεωρηθεί casus belli. Ο Υδραϊκός, η ομάδα πόλο με τον μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας στον δυτικό πολιτισμό, περίμενε την επιστροφή...
του Καραμήτσου έπειτα από απουσία 20 χρόνων από τους υγρούς στίβους και το σινεμά του νησιού έδινε τη δική του μάχη να διατηρήσει την οικονομία του χρεώνοντας 8 ευρώ για ταινίες του ’50. Ο Τέτσης έτρωγε στην παραλία με τον δήμαρχο, όπως υποθέτω έχει κάνει με όλους τους δημάρχους, η μουλάρα-ντίβα τα έκανε στο πλακόστρωτο της παραλίας, όπως υποθέτω όλοι οι πρόγονοί της, και ο χρόνος έμοιαζε σταματημένος. Είναι από τις διακοπές που το πρωί δεν θυμάσαι τι μέρα είναι. Οπως πρέπει να είναι όλες οι διακοπές. Ή μήπως όχι;

Το πόσο απλοϊκό είναι να πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρχει μόνο ένα είδος τουρισμού το σκεφτόμουν τις μέρες όπου έγιναν τα μπλακ άουτ στη Σαντορίνη. Είναι εγκληματικό κάποιος που έχει πληρώσει 150-200 ευρώ το δωμάτιο και του υποσχέθηκαν φιλοξενία πέντε αστέρων να βρεθεί χωρίς ρεύμα. Οσοι, πάντως, πήγαιναν στα Κουφονήσια των αρχών της δεκαετίας του ’80 πήγαιναν για να ζήσουν όσο πιο απλά γινόταν χωρίς να θέλουν ηλεκτρικό. Είναι αστείο να μουρμουράμε ότι η Μύκονος το βράδυ είναι φωτισμένη σαν το Μανχάταν και στην Ψαρού πρέπει να κλείσεις ξαπλώστρα, γιατί γι’ αυτούς τους λόγους υπάρχει το νησί. Κανείς δεν πηγαίνει στη Μύκονο κατά λάθος ενώ ήθελε να πάει στο Μάτσου Πίτσου, όπως κανένας δεν πηγαίνει στα Μάλια για να βρει την ησυχία του ή στους Αντίπαξους για να ζήσει το nightlife.

Κάτι που επίσης πρέπει να ξεπεράσουμε είναι ο τρόμος της τιμής. «Κοιτάξτε πόσο πλήρωσαν τον εσπρέσο στην Ψαρού», διάβαζα σε μπλογκ και δίπλα υπήρχε απόδειξη. Η απόδειξη έγραφε 4 ευρώ. Την περασμένη Δευτέρα διάβαζα ότι στην πλατεία του Σαν Μάρκο στη Βενετία παρέα πλήρωσε για τέσσερα εσπρέσο και δύο Μοντενέγκρο 100,80 ευρώ. Στην απόδειξη αναγραφόταν ότι η ζωντανή μουσική στην καφετέρια χρεωνόταν 42 ευρώ, αλλά το γεγονός παραμένει. Μιλάμε για τόπο μαζικού τουρισμού, που ακόμα και να μην πας στο «Lavena», όπου έπεσε η συγκεκριμένη δάγκα, το 15άρι σού έχει φύγει. Παρά τις τιμές, πάντως, η Βενετία δεν έχει ξεμείνει από τουρίστες. Ούτε θα ξεμείνει η Μύκονος όσο μπορεί να πουλάει το image του hip and gay friendly προορισμού του παγκόσμιου τουρισμού. Είναι λαϊκισμός το «πωπώ, πόσο κάνει το εσπρέσο στη Μύκονο», εκτός αν είναι να πάει στην Ψαρού ο μεροκαματιάρης με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του και να πληρώσουν 16 ευρώ τα τέσσερα εσπρέσο. Αυτό που μετράει είναι ο κάθε ελληνικός προορισμός να προσφέρει αυτό που ο τουρίστας είχε φαντασιωθεί, το οποίο δεν μπορεί να είναι συσκότιση στη Σαντορίνη και εξωτερικές πισίνες στα δωμάτια στη Σχοινούσα.

Το κράτος

Το κύριο στον τουρισμό είναι το κράτος να καταλάβει τον ρόλο του. Και ο ρόλος του είναι να βοηθάει τους επαγγελματίες. Σήμερα τους ταλαιπωρεί με νόμους, κανονισμούς και διατάξεις που δημιουργήθηκαν δεκαετίες πριν και μακριά από την πραγματική ζωή. Για παράδειγμα, το ξέρετε ότι για να πάρει άδεια από το Υγειονομικό μια καφετέρια ή ένα μπαρ πρέπει να έχει ποτηριέρα;

Η ποτηριέρα

Η ποτηριέρα είναι η προθήκη με γυαλί όπου το μαγαζί πρέπει να βάζει τα ποτήρια για να μη σκονίζονται. Για την ακρίβεια, πρέπει να τα βάζει τη μέρα που θα έρθει για έλεγχο το Υγειονομικό. Γιατί αν ένα μαγαζί έχει δουλειά, δεν υπάρχει χρόνος για ποτηριέρες και αν υπάρχει χρόνος για ποτηριέρες, το μαγαζί θα μπατιρίσει επειδή δεν έχει δουλειά.

Ζητείται υπουργός

Στα χρόνια που έχω μείνει στο εξωτερικό -που δεν είναι και λίγα- θυμάμαι τις παμπ του Λονδίνου να έχουν τα ποτήρια κρεμασμένα πάνω από την μπάρα και στη Γερμανία να είναι αφημένα πίσω της. Στην Ελλάδα δεν ζητείται ο υπουργός που θα κάνει διατάξεις για πιο περίπλοκες ποτηριέρες, αλλά που θα πάρει ένα τσεκούρι και θα κάνει κάθε ποτηριέρα κολυμπηθρόξυλο.

Αντώνης Πανούτσος
protothema.gr