Μπροστά από το σπηλάδι του Νίκου Παπάζογλου –και πάνω από το ηφαίστειο- κάποιος είχε γράψει στο σκαλοπάτι «Παπάζογλου». Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να το έχει γράψει και ο ίδιος – «όχι, δεν ήταν γραμμένο πριν» μου είπε ένας φίλος του. Προσπάθησα τις επόμενες ημέρες να μάθω ποιος το είχε γράψει αλλά δεν έλαβα μια σαφή απάντηση. Μιας και δεν είμαι πολύ περίεργος, σταμάτησα να ρωτάω.
Εκεί, έξω από το σπηλάδι της οικογένειας Παπάζογλου –με την πόρτα της αυλής ανοιχτή-, η Ι. ταράχτηκε και θύμωσε με τον Θεό, μη αποδεχόμενη την πρόσφατη απώλεια του Νίκου Παπάζογλου τον οποίο γνώριζε, αγαπούσε και εκτιμούσε.
Λίγο μετά, τρώγοντας το σουφλέ σοκολάτας και ατενίζοντας το πέλαγο, η κουβέντα στράφηκε μοιραία στον εκλιπόντα και τον όμορφο χαρακτήρα του. Η Ι. επέμενε πως η συμπεριφορά του Νίκου Παπάζογλου δεν είχε καμία σχέση με τη συνήθη συμπεριφορά των «διάσημων» καλλιτεχνών – τον θεωρούσε εξαίρεση. Δεν διαφώνησα μαζί της αλλά είπα κι εγώ πως η δημόσια συμπεριφορά των ανθρώπων που είναι πολύ γνωστοί δεν οφείλεται μόνο στο δικό τους χαρακτήρα αλλά πολύ συχνά επηρεάζεται από τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουν οι άλλοι.
Πριν από μερικά χρόνια, συνόδευσα έναν φίλο μου στο καμαρίνι γνωστού νυχτερινού κέντρου, για να πάρει συνέντευξη από έναν δημοφιλέστατο λαϊκό τραγουδιστή. Κάποια στιγμή τον ρώτησε αν άλλαξε η συμπεριφορά του από την ημέρα που έγινε γνωστός. Το αρνήθηκε κατηγορηματικά και ήταν μάλλον απόλυτα ειλικρινής. «Συνεχίζω να πηγαίνω στο καφενείο που πήγαινε και ο πατέρας μου και δεν έχω αλλάξει τις συνήθειες μου. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι πως πρέπει πια να δουλεύω μερικούς μήνες στην Αθήνα, γιατί το απαιτεί η δουλειά μου» απάντησε.
Αμέσως μετά, πήρα το θάρρος και τον ρώτησα, αν άλλαξε η συμπεριφορά των άλλων απέναντί του από την ημέρα που έγινε πασίγνωστος. Χαμογέλασε και απάντησε πως η συμπεριφορά πολλών ανθρώπων –ακόμα και φίλων του- άλλαξε αμέσως. «Παλιά, όταν έλεγα ότι φεύγω από μια παρέα επειδή είμαι κουρασμένος, κανείς δεν έδινε σημασία. Τώρα, κάποιοι θα πουν πως το παίζω επειδή είμαι γνωστός» ανέφερε ως παράδειγμα.
Ένα βράδυ, στο καφενείο του Αντρίκου, είπα στην Δ. για το σκαλοπάτι στα Νικιά. «Δεν μου αρέσουν αυτά τα πράγματα» μου είπε. Γνώριζε καλά τον Νίκο Παπάζογλου, ήταν φίλοι, είχαν συνεργαστεί και επαγγελματικά, και παραδέχτηκε πως της ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχτεί τον θάνατό του – είναι πολύ νωρίς ακόμα.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι κάτοικοι της Νισύρου αγάπησαν πολύ και ειλικρινά τον Νίκο Παπάζογλου. Και τον αγάπησαν γι’ αυτό που ήταν σαν άνθρωπος και όχι επειδή ήταν γνωστός καλλιτέχνης – άλλωστε, οι πιο ηλικιωμένοι μάλλον δεν θα γνώριζαν τα τραγούδια του.
Επίσης, στις μικρές κοινωνίες των νησιών της άγονης γραμμής, δεν έχει απολύτως καμία σημασία ποιος είσαι. Δεν είναι τόποι για πολλά λόγια, επίδειξη, αποθέωση και φανφάρες – είναι σκληροί τόποι και δεν τα σηκώνουν αυτά. Ίσως, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, γι’ αυτό να μάγεψε η Νίσυρος τον Νίκο Παπάζογλου.
Τελικά, το πιο σημαντικό δεν είναι αν τον αγάπησαν οι Νισύριοι, αλλά το ότι αυτός αγάπησε τη Νίσυρο και τους κατοίκους της. Γιατί ο Νίκος Παπάζογλου την αγάπησε βαθιά τη Νίσυρο και τους Νισύριους. Και σημασία έχει ν’ αγαπάς.
Και στο σκαλοπάτι, πάνω από το ηφαίστειο, κάποιος έγραψε το επώνυμό του. Και για να είμαι ειλικρινής –και να μη λέω μόνο τα μισά-, συγκινήθηκα όταν το είδα. Για την ακρίβεια, ήταν σαν να έφαγα μπουνιά στο στομάχι.
pitsirikos
Εκεί, έξω από το σπηλάδι της οικογένειας Παπάζογλου –με την πόρτα της αυλής ανοιχτή-, η Ι. ταράχτηκε και θύμωσε με τον Θεό, μη αποδεχόμενη την πρόσφατη απώλεια του Νίκου Παπάζογλου τον οποίο γνώριζε, αγαπούσε και εκτιμούσε.
Λίγο μετά, τρώγοντας το σουφλέ σοκολάτας και ατενίζοντας το πέλαγο, η κουβέντα στράφηκε μοιραία στον εκλιπόντα και τον όμορφο χαρακτήρα του. Η Ι. επέμενε πως η συμπεριφορά του Νίκου Παπάζογλου δεν είχε καμία σχέση με τη συνήθη συμπεριφορά των «διάσημων» καλλιτεχνών – τον θεωρούσε εξαίρεση. Δεν διαφώνησα μαζί της αλλά είπα κι εγώ πως η δημόσια συμπεριφορά των ανθρώπων που είναι πολύ γνωστοί δεν οφείλεται μόνο στο δικό τους χαρακτήρα αλλά πολύ συχνά επηρεάζεται από τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουν οι άλλοι.
Πριν από μερικά χρόνια, συνόδευσα έναν φίλο μου στο καμαρίνι γνωστού νυχτερινού κέντρου, για να πάρει συνέντευξη από έναν δημοφιλέστατο λαϊκό τραγουδιστή. Κάποια στιγμή τον ρώτησε αν άλλαξε η συμπεριφορά του από την ημέρα που έγινε γνωστός. Το αρνήθηκε κατηγορηματικά και ήταν μάλλον απόλυτα ειλικρινής. «Συνεχίζω να πηγαίνω στο καφενείο που πήγαινε και ο πατέρας μου και δεν έχω αλλάξει τις συνήθειες μου. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι πως πρέπει πια να δουλεύω μερικούς μήνες στην Αθήνα, γιατί το απαιτεί η δουλειά μου» απάντησε.
Αμέσως μετά, πήρα το θάρρος και τον ρώτησα, αν άλλαξε η συμπεριφορά των άλλων απέναντί του από την ημέρα που έγινε πασίγνωστος. Χαμογέλασε και απάντησε πως η συμπεριφορά πολλών ανθρώπων –ακόμα και φίλων του- άλλαξε αμέσως. «Παλιά, όταν έλεγα ότι φεύγω από μια παρέα επειδή είμαι κουρασμένος, κανείς δεν έδινε σημασία. Τώρα, κάποιοι θα πουν πως το παίζω επειδή είμαι γνωστός» ανέφερε ως παράδειγμα.
Ένα βράδυ, στο καφενείο του Αντρίκου, είπα στην Δ. για το σκαλοπάτι στα Νικιά. «Δεν μου αρέσουν αυτά τα πράγματα» μου είπε. Γνώριζε καλά τον Νίκο Παπάζογλου, ήταν φίλοι, είχαν συνεργαστεί και επαγγελματικά, και παραδέχτηκε πως της ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχτεί τον θάνατό του – είναι πολύ νωρίς ακόμα.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι κάτοικοι της Νισύρου αγάπησαν πολύ και ειλικρινά τον Νίκο Παπάζογλου. Και τον αγάπησαν γι’ αυτό που ήταν σαν άνθρωπος και όχι επειδή ήταν γνωστός καλλιτέχνης – άλλωστε, οι πιο ηλικιωμένοι μάλλον δεν θα γνώριζαν τα τραγούδια του.
Επίσης, στις μικρές κοινωνίες των νησιών της άγονης γραμμής, δεν έχει απολύτως καμία σημασία ποιος είσαι. Δεν είναι τόποι για πολλά λόγια, επίδειξη, αποθέωση και φανφάρες – είναι σκληροί τόποι και δεν τα σηκώνουν αυτά. Ίσως, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα, γι’ αυτό να μάγεψε η Νίσυρος τον Νίκο Παπάζογλου.
Τελικά, το πιο σημαντικό δεν είναι αν τον αγάπησαν οι Νισύριοι, αλλά το ότι αυτός αγάπησε τη Νίσυρο και τους κατοίκους της. Γιατί ο Νίκος Παπάζογλου την αγάπησε βαθιά τη Νίσυρο και τους Νισύριους. Και σημασία έχει ν’ αγαπάς.
Και στο σκαλοπάτι, πάνω από το ηφαίστειο, κάποιος έγραψε το επώνυμό του. Και για να είμαι ειλικρινής –και να μη λέω μόνο τα μισά-, συγκινήθηκα όταν το είδα. Για την ακρίβεια, ήταν σαν να έφαγα μπουνιά στο στομάχι.
pitsirikos