Είμαστε στο καλοκαίρι του 1974, μόλις έχει πέσει η Χούντα, και με τους αγαπημένους μου συντρόφους, Μελίνα, Άκη, Γιώργο και τον ηγέτη μας, Ανδρέα Παπανδρέου, στην μακρινή Στοκχόλμη, ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε Ελλάδα. Η διήγησή μας είχε σταματήσει, σε μια ιστορική συνέλευση στα γραφεία του ΠΑΚ, Στοκχόλμης, ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα, που η μοίρα έπαιζε το δικό της παιχνίδι, στον πρώτο όροφο της οδού Μπέλβενχον 43.
Αφού είχα εξασφαλίσει το βάζο, που μου είχε δώσει ο Άκης, μπορούσα να παρακολουθήσω, την ιστορία να γράφεται μπροστά μου. Το λόγο μάλιστα πήρε πρώτος ο ίδιος, ο οποίος με τον χειμαρρώδη λόγο του, ξεσήκωσε την αίθουσα, μιλώντας για τα ιδανικά μας, τις αξίες μας, την πατρίδα που μας έχει ανάγκη, τον λαό που ελπίζει σε εμάς. «Είμαι έτοιμος από καιρό, και βάζω τον εαυτό μου στη διάθεση του προέδρου μας, και της πατρίδας», είπε κλείνοντας τον σύντομο χαιρετισμό του. Μέσα σε έντονα χειροκροτήματα, κάλεσε στο βήμα τον πρόεδρο, «σύντροφε Ανδρέα, όλοι εμείς που μαζευτήκαμε απόψε εδώ, περιμένουμε από σένα, να σαλπίσεις τις καμπάνες της δόξας, τις καμπάνες της νίκης, τις καμπάνες… τις καμπάνες…» προφανώς δεν ήξερε ποιες άλλες καμπάνες να επικαλεστεί και γι αυτό κόμπιαζε, αλλά σύντομα βγήκε από το αδιέξοδο. « Σε καλούμε να σαλπίσεις τις καμπάνες της Αγίας Σοφιάς», είπε με ύφος θριαμβευτικό, και καλεί τον πρόεδρο στο βήμα. Με το που ανεβαίνει στο βήμα, ο σύντροφος πρόεδρος, πετάγεται η Μελίνα από την πρώτη σειρά των καθισμάτων, βγαίνει στο κέντρο της αίθουσας, και αρχίζει με δυνατή φωνή, να τραγουδά τον εθνικό ύμνο.
Για μένα ήταν η τρίτη φορά μέσα σε 2 ώρες που άκουγα την Μελίνα να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Να σας πω την αλήθεια τα θέμα με είχε λίγο κουράσει, αλλά βλέποντας τον ενθουσιασμό, των συντρόφων, ξεπέρασα την βαρεμάρα μου και αφέθηκα στο πάθος της στιγμής. Με το που τελείωσε η Μελίνα, αγκάλιασε και φίλησε τον πρόεδρο.
Βλέποντας την εικόνα αρχίσαμε και οι υπόλοιποι, να αγκαλιαζόμαστε με τους διπλανούς μας, και να ανταλλάσουμε φιλιά συντροφικότητας και νίκης. Ο δικός μου διπλανός, ήταν ο Γιώργος. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα και μοιράστηκα μαζί του την συγκίνηση της στιγμής, αλλά και την μπόχα της στιγμής. Όπως προείπαμε μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά, χωρίς να προλάβει να αλλάξει. Τότε δούλευε, συμβασιούχος στην καθαριότητα του Δήμου.
Κάποια στιγμή, αφού τελείωσαν τα φιλιά και οι αγκαλιές καθίσαμε για να αρχίσουμε.
Ο Ανδρέας, έβγαλε έναν λόγο συγκλονιστικό. Μεγάλο μέρος του οποίου αποτέλεσε την ιστορική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, ελάχιστους μήνες αργότερα. Μίλησε για την εξάρτηση της χώρας μας, για την λαϊκή κυριαρχία, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, την κοινωνική απελευθέρωση. Ένας ατέλειωτος χείμαρρος, πάθους, προσφοράς, υπόσχεσης και κυρίως ελπίδας. Παρακολουθούσα αποσβολωμένος, όταν κάποια στιγμή νιώθω ένα βάρος στον αριστερό ώμο μου.
Ο Γιώργος είχε αποκοιμηθεί, και έγειρε πάνω μου χωρίς να το καταλάβει. Του δίνω μια με τον αγκώνα μου, και τον ξυπνάω. Αυτός ο έρμος, ξύπνησε απότομα, πετάχτηκε πάνω και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι κάνουμε οι υπόλοιποι, άρχισε να τραγουδά, δυνατά και με πάθος, τον εθνικό ύμνο.
Όλοι κοιτούσαμε αποσβολωμένοι, τον γιό του προέδρου, όρθιο, αξύριστο και βρώμικο να τραγουδά τον εθνικό ύμνο, κρατώντας μια σακούλα με ένα βάζο στο χέρι. Ήταν το περίφημο βάζο που ο Άκης είχε αγοράσει, από ακριβό πολυκατάστημα, της Στοκχόλμης. Το είχε εμπιστευτεί σε μένα, να το κρατάω και εγώ το είχα δώσει να το φυλάει, στον Γιώργο. Ο οποίος όλο το απόγευμα το είχε αγκαλιάσει και δεν το άφηνε από το χέρι του, ακόμη και την ώρα που τραγουδούσε τον εθνικό μας ύμνο.
Δεν άντεχα να ακούσω τέταρτη φορά τον εθνικό ύμνο και του δίνω μια κλοτσιά για να σταματήσει. Από ότι φάνηκε εκτός από εμένα, και η Μελίνα δεν ήθελε να ακούσει, γιατί σηκώνεται έξαλλη και φωνάζει, «σταμάτα επιτέλους Γιώργο. Ηλίθιος είσαι; Μιλάει ο πατέρας σου». Ήταν φανερή, στην αντίδρασή της, η ενόχληση. Εκείνο το βράδυ ήθελε μόνο αυτή να τραγουδά τον εθνικό ύμνο.
Με τα πολλά ο Γιώργος έκατσε στην καρέκλα του, και σκύβοντας προς εμένα, μου λέει χαμηλόφωνα, «την είδες την στρίγκλα, δεν θέλει να ξεχωρίζει άλλος. Σιγά την ντίβα. Δε κατάλαβα; Για να τραγουδήσει κανείς τον εθνικό ύμνο πρέπει να έχει παίξει στο τοπ καπί;». Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, λέγοντάς του, ότι δεν είναι ώρα για τέτοιες μικροπρέπειες. Δεν κατάφερα και πολλά, γιατί την επόμενη μια ώρα, μουρμούριζε και ευχαριστούσε τον Γιώργο Φούντα, που την μαχαίρωσε και κάτι τέτοια.
Ο Ανδρέας, συνέχιζε τον φλογερό του λόγο, χρησιμοποιώντας έντονες χειρονομίες, χτυπώντας δε, μερικές φορές και το χέρι στο τραπέζι, γεμίζοντας την ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα, με επιπλέον «ρεύμα» και συγκίνηση. Τελειώνοντας ο πρόεδρος μίλησε για την ανάγκη ίδρυσης κόμματος. «Τώρα που θα κατέβουμε στην Αθήνα, πρέπει να ιδρύσουμε κόμμα, ένα κίνημα λαού, ένα αριστερό κίνημα, με ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά», είπε και όλοι επιδοκίμασαν, χειροκροτώντας, με πρώτο τον Άκη, οποίος σηκώθηκε και όρθιος.
«Έχω αναθέσει στον σύντροφο Άκη την συγγραφή της διακήρυξης μας. Είμαι σίγουρος θα τα καταφέρει. Η υπευθυνότητά του άλλωστε είναι εγγύηση», είπε και κοίταξε προς το μέρος του. Ο Άκης σεμνός, όπως πάντα έσκυψε το κεφάλι, με έκδηλη αμηχανία, έκανε μια χαλαρή υπόκλιση και κάθισε στην θέση του.
«Μόνο ένα θέμα δεν έχω φροντίσει, και γι αυτό θέλω όλοι μαζί να σκεφτούμε». Τα κεφάλια όλων τινάχτηκαν πάνω. «Δεν έχω βρει όνομα, για το κίνημά μας», είπε και μας κοίταξε όλους κατάματα. «Ακούω τις προτάσεις σας». Με το που το λέει η αίθουσα μεταμορφώνεται σε αίθουσα σχολείου, όπου οι μαθητές που θέλουν να πουν μάθημα, σηκώνουν επίμονα το χέρι. Ο Ανδρέας, σαν στοργικός δάσκαλος, αφού μας ηρέμησε, άρχισε να δίνει τον λόγο. Αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενε κανείς. Ούτε εγώ, ούτε κυρίως, η ιστορία.
Συνεχίζεται…
Θύμιος Καλαμούκης
Ελληνοφρένεια
Αφού είχα εξασφαλίσει το βάζο, που μου είχε δώσει ο Άκης, μπορούσα να παρακολουθήσω, την ιστορία να γράφεται μπροστά μου. Το λόγο μάλιστα πήρε πρώτος ο ίδιος, ο οποίος με τον χειμαρρώδη λόγο του, ξεσήκωσε την αίθουσα, μιλώντας για τα ιδανικά μας, τις αξίες μας, την πατρίδα που μας έχει ανάγκη, τον λαό που ελπίζει σε εμάς. «Είμαι έτοιμος από καιρό, και βάζω τον εαυτό μου στη διάθεση του προέδρου μας, και της πατρίδας», είπε κλείνοντας τον σύντομο χαιρετισμό του. Μέσα σε έντονα χειροκροτήματα, κάλεσε στο βήμα τον πρόεδρο, «σύντροφε Ανδρέα, όλοι εμείς που μαζευτήκαμε απόψε εδώ, περιμένουμε από σένα, να σαλπίσεις τις καμπάνες της δόξας, τις καμπάνες της νίκης, τις καμπάνες… τις καμπάνες…» προφανώς δεν ήξερε ποιες άλλες καμπάνες να επικαλεστεί και γι αυτό κόμπιαζε, αλλά σύντομα βγήκε από το αδιέξοδο. « Σε καλούμε να σαλπίσεις τις καμπάνες της Αγίας Σοφιάς», είπε με ύφος θριαμβευτικό, και καλεί τον πρόεδρο στο βήμα. Με το που ανεβαίνει στο βήμα, ο σύντροφος πρόεδρος, πετάγεται η Μελίνα από την πρώτη σειρά των καθισμάτων, βγαίνει στο κέντρο της αίθουσας, και αρχίζει με δυνατή φωνή, να τραγουδά τον εθνικό ύμνο.
Για μένα ήταν η τρίτη φορά μέσα σε 2 ώρες που άκουγα την Μελίνα να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Να σας πω την αλήθεια τα θέμα με είχε λίγο κουράσει, αλλά βλέποντας τον ενθουσιασμό, των συντρόφων, ξεπέρασα την βαρεμάρα μου και αφέθηκα στο πάθος της στιγμής. Με το που τελείωσε η Μελίνα, αγκάλιασε και φίλησε τον πρόεδρο.
Βλέποντας την εικόνα αρχίσαμε και οι υπόλοιποι, να αγκαλιαζόμαστε με τους διπλανούς μας, και να ανταλλάσουμε φιλιά συντροφικότητας και νίκης. Ο δικός μου διπλανός, ήταν ο Γιώργος. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα και μοιράστηκα μαζί του την συγκίνηση της στιγμής, αλλά και την μπόχα της στιγμής. Όπως προείπαμε μόλις είχε γυρίσει από τη δουλειά, χωρίς να προλάβει να αλλάξει. Τότε δούλευε, συμβασιούχος στην καθαριότητα του Δήμου.
Κάποια στιγμή, αφού τελείωσαν τα φιλιά και οι αγκαλιές καθίσαμε για να αρχίσουμε.
Ο Ανδρέας, έβγαλε έναν λόγο συγκλονιστικό. Μεγάλο μέρος του οποίου αποτέλεσε την ιστορική διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, ελάχιστους μήνες αργότερα. Μίλησε για την εξάρτηση της χώρας μας, για την λαϊκή κυριαρχία, τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, την κοινωνική απελευθέρωση. Ένας ατέλειωτος χείμαρρος, πάθους, προσφοράς, υπόσχεσης και κυρίως ελπίδας. Παρακολουθούσα αποσβολωμένος, όταν κάποια στιγμή νιώθω ένα βάρος στον αριστερό ώμο μου.
Ο Γιώργος είχε αποκοιμηθεί, και έγειρε πάνω μου χωρίς να το καταλάβει. Του δίνω μια με τον αγκώνα μου, και τον ξυπνάω. Αυτός ο έρμος, ξύπνησε απότομα, πετάχτηκε πάνω και χωρίς να αντιλαμβάνεται τι κάνουμε οι υπόλοιποι, άρχισε να τραγουδά, δυνατά και με πάθος, τον εθνικό ύμνο.
Όλοι κοιτούσαμε αποσβολωμένοι, τον γιό του προέδρου, όρθιο, αξύριστο και βρώμικο να τραγουδά τον εθνικό ύμνο, κρατώντας μια σακούλα με ένα βάζο στο χέρι. Ήταν το περίφημο βάζο που ο Άκης είχε αγοράσει, από ακριβό πολυκατάστημα, της Στοκχόλμης. Το είχε εμπιστευτεί σε μένα, να το κρατάω και εγώ το είχα δώσει να το φυλάει, στον Γιώργο. Ο οποίος όλο το απόγευμα το είχε αγκαλιάσει και δεν το άφηνε από το χέρι του, ακόμη και την ώρα που τραγουδούσε τον εθνικό μας ύμνο.
Δεν άντεχα να ακούσω τέταρτη φορά τον εθνικό ύμνο και του δίνω μια κλοτσιά για να σταματήσει. Από ότι φάνηκε εκτός από εμένα, και η Μελίνα δεν ήθελε να ακούσει, γιατί σηκώνεται έξαλλη και φωνάζει, «σταμάτα επιτέλους Γιώργο. Ηλίθιος είσαι; Μιλάει ο πατέρας σου». Ήταν φανερή, στην αντίδρασή της, η ενόχληση. Εκείνο το βράδυ ήθελε μόνο αυτή να τραγουδά τον εθνικό ύμνο.
Με τα πολλά ο Γιώργος έκατσε στην καρέκλα του, και σκύβοντας προς εμένα, μου λέει χαμηλόφωνα, «την είδες την στρίγκλα, δεν θέλει να ξεχωρίζει άλλος. Σιγά την ντίβα. Δε κατάλαβα; Για να τραγουδήσει κανείς τον εθνικό ύμνο πρέπει να έχει παίξει στο τοπ καπί;». Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, λέγοντάς του, ότι δεν είναι ώρα για τέτοιες μικροπρέπειες. Δεν κατάφερα και πολλά, γιατί την επόμενη μια ώρα, μουρμούριζε και ευχαριστούσε τον Γιώργο Φούντα, που την μαχαίρωσε και κάτι τέτοια.
Ο Ανδρέας, συνέχιζε τον φλογερό του λόγο, χρησιμοποιώντας έντονες χειρονομίες, χτυπώντας δε, μερικές φορές και το χέρι στο τραπέζι, γεμίζοντας την ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα, με επιπλέον «ρεύμα» και συγκίνηση. Τελειώνοντας ο πρόεδρος μίλησε για την ανάγκη ίδρυσης κόμματος. «Τώρα που θα κατέβουμε στην Αθήνα, πρέπει να ιδρύσουμε κόμμα, ένα κίνημα λαού, ένα αριστερό κίνημα, με ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά», είπε και όλοι επιδοκίμασαν, χειροκροτώντας, με πρώτο τον Άκη, οποίος σηκώθηκε και όρθιος.
«Έχω αναθέσει στον σύντροφο Άκη την συγγραφή της διακήρυξης μας. Είμαι σίγουρος θα τα καταφέρει. Η υπευθυνότητά του άλλωστε είναι εγγύηση», είπε και κοίταξε προς το μέρος του. Ο Άκης σεμνός, όπως πάντα έσκυψε το κεφάλι, με έκδηλη αμηχανία, έκανε μια χαλαρή υπόκλιση και κάθισε στην θέση του.
«Μόνο ένα θέμα δεν έχω φροντίσει, και γι αυτό θέλω όλοι μαζί να σκεφτούμε». Τα κεφάλια όλων τινάχτηκαν πάνω. «Δεν έχω βρει όνομα, για το κίνημά μας», είπε και μας κοίταξε όλους κατάματα. «Ακούω τις προτάσεις σας». Με το που το λέει η αίθουσα μεταμορφώνεται σε αίθουσα σχολείου, όπου οι μαθητές που θέλουν να πουν μάθημα, σηκώνουν επίμονα το χέρι. Ο Ανδρέας, σαν στοργικός δάσκαλος, αφού μας ηρέμησε, άρχισε να δίνει τον λόγο. Αυτό που ακολούθησε δεν το περίμενε κανείς. Ούτε εγώ, ούτε κυρίως, η ιστορία.
Συνεχίζεται…
Θύμιος Καλαμούκης
Ελληνοφρένεια