Μετά την πρόσφατη ήττα του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών στις τοπικές εκλογές του κρατιδίου της Βάδης- Βυρτεμβέργης στη Γερμανία ο πρόεδρος του κόμματος και αντικαγκελάριος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπέβαλε την παραίτησή του.
Από τους δύο επικρατέστερους διαδόχους του στην ηγεσία του κόμματος ο ένας είναι 32 ετών και – ήδη αναπληρωτής πρόεδρος του κόμματος – ενώ ο άλλος είναι ο 38χρονος υπουργός Υγείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο οποίος συμβαίνει να είναι βιετναμικής(!) καταγωγής κατά το ήμισυ.
Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, η γερμανική κοινωνία είναι κοινωνία ανοικτής πρόσβασης, όπου νέοι άνθρωποι με ικανότητες μπορούν να αναρριχηθούν γρήγορα στις ανώτατες βαθμίδες τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής ζωής, χωρίς να χρειάζονται οικογενειακές ή άλλες προσωπικές διασυνδέσεις με κάθε είδους «τζάκια», ενώ οι αποτυχημένοι αποχωρούν με αντίστοιχη ταχύτητα.
Το ίδιο ισχύει και στις κοινωνίες αρκετών άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης, όπως βέβαια και στις ΗΠΑ (οι πρόεδροι Ομπάμα και Κλίντον εκλέχθηκαν στο ανώτατο αξίωμα σε ηλικία περίπου 45 ετών, χωρίς να έχουν καμία οικογενειακή πολιτική ή κοινωνική προϊστορία).
Στις κοινωνίες αυτές λοιπόν η εγγενής ούτως ή άλλως σε όλους τους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ανισότητα, συνοδεύεται από εξαιρετική κοινωνική κινητικότητα και αυτό τους προσδίδει μια, χωρίς ιστορικό προηγούμενο, αναπτυξιακή δυναμική.
Ο σχηματισμός συμφερόντων λαμβάνει χώρα εκτός του ελέγχου του κράτους και τούτο καθιστά την κατοχύρωση προσόδων υπέρ μικρών, κλειστών ή ημίκλειστων κοινωνικών ομάδων δυσκολότερη από ό,τι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ή και σ’ εκείνες της περιφέρειας του καπιταλισμού.
Αντίθετα, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια κοινωνία περιορισμένης πρόσβασης, όπου η πολιτική και η οικονομική άρχουσα τάξη συγκροτεί ένα συνασπισμό ειδικών προνομίων. Τα μέλη του συνασπισμού αυτού, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με φεουδαρχικής λογικής προσωπικές σχέσεις συγγένειας ή υποτέλειας, σέβονται τα προνόμια εαυτών και αλλήλων αντί να συγκρούονται μεταξύ τους, επειδή αντιλαμβάνονται ότι η σύγκρουση θα μειώσει τις προσόδους τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι όσοι έφθασαν από την μεταπολίτευση του 1974 και μετά στην ηγεσία κόμματος εξουσίας ήταν είτε πολιτικοί με καίριο ρόλο στην άσκηση της εξουσίας προδικτατορικά (Καραμανλής ο Α’, Ράλλης ο Γ’, Αβέρωφ, Παπανδρέου ο Β’) είτε γόνοι οικογενειών με επίσης καίριο ρόλο στην κοινωνική «ελίτ» του τόπου από τα προδικτατορικά ή και τα προπολεμικά χρόνια (Σημίτης, Έβερτ και βέβαια Καραμανλής ο Β’ και Παπανδρέου ο Γ’).
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην οικονομική ζωή της χώρας, καθώς οι μεγαλύτεροι Έλληνες κεφαλαιοκράτες είναι είτε γόνοι παλαιών οικογενειών του επιχειρηματικού κόσμου είτε πρόσωπα εμφανώς διαπλεκόμενα με την πολιτική τάξη. Επιχειρηματίες, όπως π.χ. ο Μπιλ Γκέιτς ή πιο πρόσφατα ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησαν μερικές από τις μεγαλύτερες περιουσίες στον πλανήτη απλώς και μόνο επειδή είχαν κάποιες πρωτοποριακές ιδέες και τις εκμεταλλεύτηκαν, ούτε υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρξουν στην Ελλάδα.
Και τούτο, όχι επειδή μας λείπουν οι ικανοί άνθρωποι ή οι ιδέες, αλλά επειδή οι κοινωνικές δομές της χώρας είναι φτιαγμένες έτσι ώστε όχι μόνο να μη διευκολύνουν, αλλά να εμποδίζουν την κοινωνική κινητικότητα (άρα, και την ανάπτυξη).
Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδρυση επιχειρήσεων στην Ελλάδα προσκρούει σε ογκώδη γραφειοκρατικά εμπόδια (έτσι π.χ. μεγάλη τουριστική μονάδα στη νότια Πελοπόννησο κατάφερε να λειτουργήσει αφού προηγουμένως συγκέντρωσε περισσότερο από 2.000 άδειες κλπ, σε διάστημα πολλών ετών, μόνο και μόνο για να κριθεί αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου εκκρεμούσε σχετική αίτηση ακυρώσεως από αμνημονεύτων ετών).
Στην πραγματικότητα, καμία σοβαρή επένδυση δεν νοείται στη χώρα μας χωρίς πολιτική «προστασία». Σε αντίστοιχα εμπόδια, οικονομικού και επικοινωνιακού αποκλεισμού, προσκρούει άλλωστε η ίδρυση νέων κομμάτων.
Η επιδίωξη μιας κοινωνίας με ευδιάκριτα προνεωτερικά χαρακτηριστικά, όπως η ελληνική, να ανταγωνισθεί με ίσους όρους, στο πλαίσιο της ευρωζώνης, τις οικονομίες χωρών όπως η Γερμανία, ήταν μεγαλομανής και τυχοδιωκτική. Τις συνέπειες μόλις που έχουμε αρχίσει να τις αισθανόμαστε. Το σύνθημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» ισχύει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, αλλά η αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει με την πολιτική εξαφάνιση εκείνου ο οποίος το εκφώνησε, καθώς και των ομοίων του.
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
Από τους δύο επικρατέστερους διαδόχους του στην ηγεσία του κόμματος ο ένας είναι 32 ετών και – ήδη αναπληρωτής πρόεδρος του κόμματος – ενώ ο άλλος είναι ο 38χρονος υπουργός Υγείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο οποίος συμβαίνει να είναι βιετναμικής(!) καταγωγής κατά το ήμισυ.
Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο, η γερμανική κοινωνία είναι κοινωνία ανοικτής πρόσβασης, όπου νέοι άνθρωποι με ικανότητες μπορούν να αναρριχηθούν γρήγορα στις ανώτατες βαθμίδες τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής ζωής, χωρίς να χρειάζονται οικογενειακές ή άλλες προσωπικές διασυνδέσεις με κάθε είδους «τζάκια», ενώ οι αποτυχημένοι αποχωρούν με αντίστοιχη ταχύτητα.
Το ίδιο ισχύει και στις κοινωνίες αρκετών άλλων χωρών της Δυτικής Ευρώπης, όπως βέβαια και στις ΗΠΑ (οι πρόεδροι Ομπάμα και Κλίντον εκλέχθηκαν στο ανώτατο αξίωμα σε ηλικία περίπου 45 ετών, χωρίς να έχουν καμία οικογενειακή πολιτική ή κοινωνική προϊστορία).
Στις κοινωνίες αυτές λοιπόν η εγγενής ούτως ή άλλως σε όλους τους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς ανισότητα, συνοδεύεται από εξαιρετική κοινωνική κινητικότητα και αυτό τους προσδίδει μια, χωρίς ιστορικό προηγούμενο, αναπτυξιακή δυναμική.
Ο σχηματισμός συμφερόντων λαμβάνει χώρα εκτός του ελέγχου του κράτους και τούτο καθιστά την κατοχύρωση προσόδων υπέρ μικρών, κλειστών ή ημίκλειστων κοινωνικών ομάδων δυσκολότερη από ό,τι στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ή και σ’ εκείνες της περιφέρειας του καπιταλισμού.
Αντίθετα, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια κοινωνία περιορισμένης πρόσβασης, όπου η πολιτική και η οικονομική άρχουσα τάξη συγκροτεί ένα συνασπισμό ειδικών προνομίων. Τα μέλη του συνασπισμού αυτού, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με φεουδαρχικής λογικής προσωπικές σχέσεις συγγένειας ή υποτέλειας, σέβονται τα προνόμια εαυτών και αλλήλων αντί να συγκρούονται μεταξύ τους, επειδή αντιλαμβάνονται ότι η σύγκρουση θα μειώσει τις προσόδους τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι όσοι έφθασαν από την μεταπολίτευση του 1974 και μετά στην ηγεσία κόμματος εξουσίας ήταν είτε πολιτικοί με καίριο ρόλο στην άσκηση της εξουσίας προδικτατορικά (Καραμανλής ο Α’, Ράλλης ο Γ’, Αβέρωφ, Παπανδρέου ο Β’) είτε γόνοι οικογενειών με επίσης καίριο ρόλο στην κοινωνική «ελίτ» του τόπου από τα προδικτατορικά ή και τα προπολεμικά χρόνια (Σημίτης, Έβερτ και βέβαια Καραμανλής ο Β’ και Παπανδρέου ο Γ’).
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην οικονομική ζωή της χώρας, καθώς οι μεγαλύτεροι Έλληνες κεφαλαιοκράτες είναι είτε γόνοι παλαιών οικογενειών του επιχειρηματικού κόσμου είτε πρόσωπα εμφανώς διαπλεκόμενα με την πολιτική τάξη. Επιχειρηματίες, όπως π.χ. ο Μπιλ Γκέιτς ή πιο πρόσφατα ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησαν μερικές από τις μεγαλύτερες περιουσίες στον πλανήτη απλώς και μόνο επειδή είχαν κάποιες πρωτοποριακές ιδέες και τις εκμεταλλεύτηκαν, ούτε υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρξουν στην Ελλάδα.
Και τούτο, όχι επειδή μας λείπουν οι ικανοί άνθρωποι ή οι ιδέες, αλλά επειδή οι κοινωνικές δομές της χώρας είναι φτιαγμένες έτσι ώστε όχι μόνο να μη διευκολύνουν, αλλά να εμποδίζουν την κοινωνική κινητικότητα (άρα, και την ανάπτυξη).
Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδρυση επιχειρήσεων στην Ελλάδα προσκρούει σε ογκώδη γραφειοκρατικά εμπόδια (έτσι π.χ. μεγάλη τουριστική μονάδα στη νότια Πελοπόννησο κατάφερε να λειτουργήσει αφού προηγουμένως συγκέντρωσε περισσότερο από 2.000 άδειες κλπ, σε διάστημα πολλών ετών, μόνο και μόνο για να κριθεί αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου εκκρεμούσε σχετική αίτηση ακυρώσεως από αμνημονεύτων ετών).
Στην πραγματικότητα, καμία σοβαρή επένδυση δεν νοείται στη χώρα μας χωρίς πολιτική «προστασία». Σε αντίστοιχα εμπόδια, οικονομικού και επικοινωνιακού αποκλεισμού, προσκρούει άλλωστε η ίδρυση νέων κομμάτων.
Η επιδίωξη μιας κοινωνίας με ευδιάκριτα προνεωτερικά χαρακτηριστικά, όπως η ελληνική, να ανταγωνισθεί με ίσους όρους, στο πλαίσιο της ευρωζώνης, τις οικονομίες χωρών όπως η Γερμανία, ήταν μεγαλομανής και τυχοδιωκτική. Τις συνέπειες μόλις που έχουμε αρχίσει να τις αισθανόμαστε. Το σύνθημα «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» ισχύει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, αλλά η αλλαγή πρέπει να ξεκινήσει με την πολιτική εξαφάνιση εκείνου ο οποίος το εκφώνησε, καθώς και των ομοίων του.
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου