Καλά, το ότι είμαστε κωλοφάρα δεν περιμένετε να σας το πω εγώ!
Φαίνεται, άλλωστε, καθημερινά, παντού εν Ελλάδι. Να μην τα ξαναλέμε, και γινόμαστε κουραστικοί…
Ως γνωστόν, επίσης, η παραβατική μας συμπεριφορά κινείται γύρω από τον σημειολογικό άξονα που επικεντρώνεται στην στερεότυπη φράση, «ξέρεις ποιος ειμ' εγώ, ρε;».
Τις προάλλες, λοιπόν, συζητούσαμε αυτό ακριβώς το θέμα με τον ξακουστό μουσικό, σολίστα της τζαζ, τον Γιώργο τον Κοντραφούρη (δεν τον λέω «κύριο» όχι από αγένεια ή ασέβεια, αλλά διότι αποκαλούμε «κυρίους» τόσα καθάρματα γύρω μας, που δεν θέλω να τον εξομοιώσω μαζί τους – του αποδίδω δηλαδή ένα είδος «τιμητικού ενικού»!).
Μόλις άκουσε, που λέτε, την παραπάνω φράση κλειδί, μου λέει: «Α! αγαπητέ μου, έχω να σας διηγηθώ το εξής περιστατικό που συνέβη πρόσφατα ενώπιον του συναδέλφου μου, Δημήτρη Καλαντζή», (επίσης φημισμένος σολίστας της τζαζ):
Σας παραθέτω την διήγησή του σε ελεύθερη απόδοση:
Είναι 07.00 το πρωί.
Βρίσκεται στριμωγμένος σ’ ένα λεωφορείο, μα τόσο στριμωγμένος με τους υπόλοιπους επιβάτες, που αν ήταν σαρδέλες, θα έφευγαν πανικόβλητες να βρουν καταφύγιο στην ευρυχωρία, (τρόπος του λέγειν), της κονσέρβας τους.
Δεν τους έφθανε το πάστωμα, τους έτυχε κι ένας από αυτούς τους ραλίστες οδηγούς που αντιμετωπίζουν τους επιβάτες σαν άψυχα σακιά με πατάτες, και
να! ένα απότομο φρενάρισμα, να! μία αιφνίδια γκαζωμένη εκκίνηση, να! κάτι στροφές με τις μπάντες, να! δύο τετ-α-κε... έχουν πάθει οι αντσούγιες μας, (συγνώμη, οι επιβάτες μας), μεγάλη ταραχή, πέφτοντας, αλληλοποδοπατούμενοι, και αλληλοσπρωχνόμενοι, ο ένας πάνω στον άλλον, και προσπαθώντας απελπισμένα να παραμείνουν όρθιοι για να φθάσουν σώοι και αρτιμελείς στον προορισμό τους.
Μέσα στον πανικό, ένας εκ των επιβατών, ο πασίγνωστος, κλασσικός τύπος του «ζωχάδα», ενοχλείται σφόδρα από την κλωτσοπατινάδα, (και με το δίκιο του, πρέπει να παραδεχθούμε), αλλά έλα που προσπαθεί να βρει το δίκιο του με λάθος τρόπο, απευθυνόμενος εντονότατα σ’ έναν από τους διπλανούς συνταξιδιώτες του, ο οποίος, ο καημένος, ταλαιπωρείται κι αυτός από τις ραλιστικές επιδόσεις του ασυνείδητου οδηγού, εξ ίσου με τον ευέξαπτο φωνακλά: «Πρόσεχε, χριστιανέ μου, με πάτησες, τι σπρώχνεις ; κ.λπ. κ.λπ…».
Ο άλλος, ο δόλιος, του απαντάει: «συγνώμη, κύριε, αλλά δεν βλέπετε τι γίνεται; Δεν φταίω εγώ, κ.λπ. κ.λπ…».
Οπότε πέφτει η περίφημη νεοελληνική ατάκα: «Μην μου λες εμένα, ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜ’ ΕΓΩ ΡΕ ;»
Και γυρνάει ο φίλος μας και του λέει :
«Και ποιος θέλεις να είσαι άνθρωπέ μου, στις 07.00 η ώρα το πρωί, στο λεωφορείο; !!!»
Οι δύο εκδοχές του νεοέλληνα :
Η μία, η γνωστή, η ελεεινή, του γκρινιάρη, του αλαζόνα, του κουτσαβάκη, του ψευτοπαλληκαρά, του καβγατζή,
και η άλλη, η όλο και σπανιότερη, η υπέροχη :
Με θαυμαστή ετοιμότητα, με ευγένεια, με αυτοσυγκράτηση, ψύχραιμα, αξιοπρεπώς, με ρεαλισμό, με λεπτότητα, με καυστικότητα, με χιούμορ, (πικρό, αλλά χιούμορ), και όσο πιο λακωνικά γινόταν, έβαλε, επί της ουσίας, ο άνθρωπός μας τον νταή στην θέση του!
Μήπως, μέσα στην κατάντια μας, να αισιοδοξήσουμε λιγάκι;
Γιάννης Στουραΐτης
ΠΗΓΗ: iporta.gr
Φαίνεται, άλλωστε, καθημερινά, παντού εν Ελλάδι. Να μην τα ξαναλέμε, και γινόμαστε κουραστικοί…
Ως γνωστόν, επίσης, η παραβατική μας συμπεριφορά κινείται γύρω από τον σημειολογικό άξονα που επικεντρώνεται στην στερεότυπη φράση, «ξέρεις ποιος ειμ' εγώ, ρε;».
Τις προάλλες, λοιπόν, συζητούσαμε αυτό ακριβώς το θέμα με τον ξακουστό μουσικό, σολίστα της τζαζ, τον Γιώργο τον Κοντραφούρη (δεν τον λέω «κύριο» όχι από αγένεια ή ασέβεια, αλλά διότι αποκαλούμε «κυρίους» τόσα καθάρματα γύρω μας, που δεν θέλω να τον εξομοιώσω μαζί τους – του αποδίδω δηλαδή ένα είδος «τιμητικού ενικού»!).
Μόλις άκουσε, που λέτε, την παραπάνω φράση κλειδί, μου λέει: «Α! αγαπητέ μου, έχω να σας διηγηθώ το εξής περιστατικό που συνέβη πρόσφατα ενώπιον του συναδέλφου μου, Δημήτρη Καλαντζή», (επίσης φημισμένος σολίστας της τζαζ):
Σας παραθέτω την διήγησή του σε ελεύθερη απόδοση:
Είναι 07.00 το πρωί.
Βρίσκεται στριμωγμένος σ’ ένα λεωφορείο, μα τόσο στριμωγμένος με τους υπόλοιπους επιβάτες, που αν ήταν σαρδέλες, θα έφευγαν πανικόβλητες να βρουν καταφύγιο στην ευρυχωρία, (τρόπος του λέγειν), της κονσέρβας τους.
Δεν τους έφθανε το πάστωμα, τους έτυχε κι ένας από αυτούς τους ραλίστες οδηγούς που αντιμετωπίζουν τους επιβάτες σαν άψυχα σακιά με πατάτες, και
να! ένα απότομο φρενάρισμα, να! μία αιφνίδια γκαζωμένη εκκίνηση, να! κάτι στροφές με τις μπάντες, να! δύο τετ-α-κε... έχουν πάθει οι αντσούγιες μας, (συγνώμη, οι επιβάτες μας), μεγάλη ταραχή, πέφτοντας, αλληλοποδοπατούμενοι, και αλληλοσπρωχνόμενοι, ο ένας πάνω στον άλλον, και προσπαθώντας απελπισμένα να παραμείνουν όρθιοι για να φθάσουν σώοι και αρτιμελείς στον προορισμό τους.
Μέσα στον πανικό, ένας εκ των επιβατών, ο πασίγνωστος, κλασσικός τύπος του «ζωχάδα», ενοχλείται σφόδρα από την κλωτσοπατινάδα, (και με το δίκιο του, πρέπει να παραδεχθούμε), αλλά έλα που προσπαθεί να βρει το δίκιο του με λάθος τρόπο, απευθυνόμενος εντονότατα σ’ έναν από τους διπλανούς συνταξιδιώτες του, ο οποίος, ο καημένος, ταλαιπωρείται κι αυτός από τις ραλιστικές επιδόσεις του ασυνείδητου οδηγού, εξ ίσου με τον ευέξαπτο φωνακλά: «Πρόσεχε, χριστιανέ μου, με πάτησες, τι σπρώχνεις ; κ.λπ. κ.λπ…».
Ο άλλος, ο δόλιος, του απαντάει: «συγνώμη, κύριε, αλλά δεν βλέπετε τι γίνεται; Δεν φταίω εγώ, κ.λπ. κ.λπ…».
Οπότε πέφτει η περίφημη νεοελληνική ατάκα: «Μην μου λες εμένα, ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜ’ ΕΓΩ ΡΕ ;»
Και γυρνάει ο φίλος μας και του λέει :
«Και ποιος θέλεις να είσαι άνθρωπέ μου, στις 07.00 η ώρα το πρωί, στο λεωφορείο; !!!»
Οι δύο εκδοχές του νεοέλληνα :
Η μία, η γνωστή, η ελεεινή, του γκρινιάρη, του αλαζόνα, του κουτσαβάκη, του ψευτοπαλληκαρά, του καβγατζή,
και η άλλη, η όλο και σπανιότερη, η υπέροχη :
Με θαυμαστή ετοιμότητα, με ευγένεια, με αυτοσυγκράτηση, ψύχραιμα, αξιοπρεπώς, με ρεαλισμό, με λεπτότητα, με καυστικότητα, με χιούμορ, (πικρό, αλλά χιούμορ), και όσο πιο λακωνικά γινόταν, έβαλε, επί της ουσίας, ο άνθρωπός μας τον νταή στην θέση του!
Μήπως, μέσα στην κατάντια μας, να αισιοδοξήσουμε λιγάκι;
Γιάννης Στουραΐτης
ΠΗΓΗ: iporta.gr