Αν και η επιδίωξη του κέρδους αποτελεί τον αποκλειστικό λόγο ύπαρξης του συστήματος στο οποίο ζούμε και ταυτόχρονα την αφετηρία κάθε ασκούμενης από την εξουσία πολιτικής, ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει πλήθος ιδεολογικών μηχανισμών εξωραϊστικής απόκρυψης αυτής της πραγματικότητας, προκειμένου η πλειοψηφία (εν προκειμένω οι μη δυνάμενοι ή μη διατεθειμένοι να μετάσχουν σε αυτή την επιδίωξη) να πειστούν ότι άλλα είναι τα πραγματικά του ιδεώδη: η ελευθερία, η δημοκρατία, οι ευκαιρίες για όλους, η γενική ευημερία και πάει λέγοντας.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του (και τρίτο πεζογραφικό του βιβλίο) ο Θανάσης Καρτερός μας παρουσιάζει μιαν άλλη, εμφανώς «ειλικρινέστερη», εκδοχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και των πολιτικών και ιδεολογικών του εκφράσεων. Η τελευταία εμφανίζεται αφετηριακά σε μια φανταστική χώρα, η οποία βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης, ένεκα των μη βιώσιμων χρεών τόσο της ίδιας όσο και των κατοίκων της. Την τραγική αυτή κατάσταση αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει δραστικά ο πρώην επιχειρηματίας και νυν Πρόεδρος (και ταυτόχρονα Διευθύνων Σύμβουλος) της χώρας Μερκούριος Μερκουρίου, αποκαλούμενος χαϊδευτικά Μεμέ (όνομα το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί το αρκτικόλεξο των Μεγάλων Μεταρρυθμίσεων τις οποίες ο τελευταίος δρομολογεί). Πυρήνας της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Προέδρου και Δ.Σ. είναι η ανάδειξη του Κέρδους με κάπα κεφαλαίο ως αδιαμφισβήτητου πυρήνα κάθε επιδίωξης, σκέψης και πρακτικής εντός του συστήματος. Ως εκ τούτου το Κέρδος εμφανίζεται πλέον παντού και πάντα: από τους τίτλους των αξιωματούχων (Υπουργός Κ Προστασίας του Πολίτη, υπουργός Κ Οικονομίας κ.ο.κ) μέχρι και της αρχές της Νέας Ηθικής, τις οποίες το σύνολο των πολιτών οφείλει να ενστερνιστεί, οικειοθελώς ή δια ροπάλου. Ως νέο σύμβολο του Κράτους, άλλωστε, επιλέγεται ο Κερδώος Ερμής, λατινιστί Μέρκιουρι, τουτέστιν Μερκούριος.
Και επειδή «Κέρδη για όλους», όπως προπαγανδίζει η κυβέρνηση είναι αδύνατο να υπάρξουν, καθώς το κέρδος κάποιων προϋποθέτει τη ζημιά κάποιων άλλων, το σύστημα αναλαμβάνει να περιορίσει τις δυνατότητες αντίστασης των τελευταίων αλλά και να εκκαθαρίσει κάποιους εξ αυτών: αφενός τους επικίνδυνους, οι οποίοι απειλούν τον ίδιο τον χαρακτήρα και της επιδιώξεις της Εταιρικής Δημοκρατίας και αφετέρου τους ανήμπορους (βαριά ασθενείς κ.ά.) που περιορίζουν την υγιή, γεμάτη φρεσκάδα και δυναμισμό εικόνα της, επιβαρύνοντάς την ταυτόχρονα με αχρείαστες κρατικές δαπάνες.
Το σχέδιο της εκκαθάρισης παίρνει το όνομα «σχέδιο Αντιγόνη» και βασίζεται σε μια απλή ιδέα του διευθυντή του Πρότυπου Νεκροταφείου της Αθήνας, κυρίου ΤΑΦ: Οι επιλεγέντες πολίτες των δυο προηγούμενων κατηγοριών, οι οποίοι βαφτίζονται «άτυποι νεκροί», συλλαμβάνονται, μεταφέρονται σε έναν ειδικό χώρο εντός του νεκροταφείου και οδηγούνται ανώδυνα στον θάνατο, τυπικότατο και εντελώς πραγματικό αυτή τη φορά. Την αποτροπή οποιασδήποτε σκέψης για απόδραση των ατύπων και επιστροφή τους στον κόσμο των ζωντανών εγγυάται το ειδικό αστυνομικό σώμα των «Κέρβερων», που βρίσκονται επί εικοσιτετραώρου βάσεως σε κάθε σημείο του νεκροταφείου.
Επειδή, ωστόσο, αργά ή γρήγορα την δράση ακολουθεί η αντίδραση, μια πραγματική Αντιγόνη, νέα γυναίκα η οποία από μικρή αρνείται να ακολουθήσει το ρεύμα και ένεκα τούτου παρέμεινε για χρόνια έγκλειστη σε αναμορφωτήριο, αποδρά και ξεκινά αποφασιστικά την αντίσταση. Μαζί της κάθε λογής κολασμένοι: ασθενείς, παραβατικοί, εξαρτημένοι, ομοφυλόφιλοι, και ένας «επικίνδυνος» αντιεξουσιαστής, ονόματι Τσερεμπίεφ. Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι καταλυτικά τόσο για την ύπαρξη του συστήματος όσο και για τη μοίρα των εξεγερμένων.
Μετακινούμενος από την σχετικά πρόσφατη Ιστορία (στην οποία εδραζόταν το προηγούμενο βιβλίο του) στον χώρο του μυθιστορήματος πολιτικής φαντασίας, ο δημοσιογράφος στο επάγγελμα Θανάσης Καρτερός, αποδεικνύει ότι κινείται με άνεση σε ένα μεγάλο φάσμα αφηγηματικών θεματικών και τεχνικών. Παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε όψιμα στην πεζογραφία, σε ηλικία εξηντατριών ετών, η γραφή του είναι ασκημένη, πειθαρχημένη στις προθέσεις του και εξαιρετικά πλούσια από μυθοπλαστικής απόψεως. Έχοντας αφομοιώσει επαρκώς την μπρεχτική διδαχή, ο Καρτερός χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τις τεχνικές της αποστασιοποίησης, μιλώντας μας για μια φανταστική «πραγματικότητα» (που παραπέμπει στην εξίσου εφιαλτική εγχώρια πραγματικότητα του σήμερα) χρησιμοποιώντας έναν αντιλυρικό -και ενίοτε υπογείως χιουμοριστικό- τρόπο.
Η επινοημένη κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει χώρα η ιστορία του είναι ένα καλοστημένο και πειστικό «σύστημα», οι χαρακτήρες πειστικοί και καλοδουλεμένοι, η νοηματοδότηση σαφής, η πλοκή συναρπαστική. Εξαίρεση ως προς το τελευταίο αποτελούν κάποιες σελίδες μετά τη μέση του βιβλίου, στις οποίες μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια χαλάρωση, που προδίδει μια σχετική αμηχανία του συγγραφέα σχετικά με το τι (και πώς) μέλλει γενέσθαι. Μικρό το κακό, καθώς στη συνέχεια η πλοκή απογειώνεται εκ νέου, κρατώντας ζωντανό μέχρι το τέλος το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Νίκος Κουνενής πεζογράφος
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του (και τρίτο πεζογραφικό του βιβλίο) ο Θανάσης Καρτερός μας παρουσιάζει μιαν άλλη, εμφανώς «ειλικρινέστερη», εκδοχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και των πολιτικών και ιδεολογικών του εκφράσεων. Η τελευταία εμφανίζεται αφετηριακά σε μια φανταστική χώρα, η οποία βρίσκεται στο χείλος της κατάρρευσης, ένεκα των μη βιώσιμων χρεών τόσο της ίδιας όσο και των κατοίκων της. Την τραγική αυτή κατάσταση αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει δραστικά ο πρώην επιχειρηματίας και νυν Πρόεδρος (και ταυτόχρονα Διευθύνων Σύμβουλος) της χώρας Μερκούριος Μερκουρίου, αποκαλούμενος χαϊδευτικά Μεμέ (όνομα το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί το αρκτικόλεξο των Μεγάλων Μεταρρυθμίσεων τις οποίες ο τελευταίος δρομολογεί). Πυρήνας της μεταρρυθμιστικής πολιτικής του Προέδρου και Δ.Σ. είναι η ανάδειξη του Κέρδους με κάπα κεφαλαίο ως αδιαμφισβήτητου πυρήνα κάθε επιδίωξης, σκέψης και πρακτικής εντός του συστήματος. Ως εκ τούτου το Κέρδος εμφανίζεται πλέον παντού και πάντα: από τους τίτλους των αξιωματούχων (Υπουργός Κ Προστασίας του Πολίτη, υπουργός Κ Οικονομίας κ.ο.κ) μέχρι και της αρχές της Νέας Ηθικής, τις οποίες το σύνολο των πολιτών οφείλει να ενστερνιστεί, οικειοθελώς ή δια ροπάλου. Ως νέο σύμβολο του Κράτους, άλλωστε, επιλέγεται ο Κερδώος Ερμής, λατινιστί Μέρκιουρι, τουτέστιν Μερκούριος.
Και επειδή «Κέρδη για όλους», όπως προπαγανδίζει η κυβέρνηση είναι αδύνατο να υπάρξουν, καθώς το κέρδος κάποιων προϋποθέτει τη ζημιά κάποιων άλλων, το σύστημα αναλαμβάνει να περιορίσει τις δυνατότητες αντίστασης των τελευταίων αλλά και να εκκαθαρίσει κάποιους εξ αυτών: αφενός τους επικίνδυνους, οι οποίοι απειλούν τον ίδιο τον χαρακτήρα και της επιδιώξεις της Εταιρικής Δημοκρατίας και αφετέρου τους ανήμπορους (βαριά ασθενείς κ.ά.) που περιορίζουν την υγιή, γεμάτη φρεσκάδα και δυναμισμό εικόνα της, επιβαρύνοντάς την ταυτόχρονα με αχρείαστες κρατικές δαπάνες.
Το σχέδιο της εκκαθάρισης παίρνει το όνομα «σχέδιο Αντιγόνη» και βασίζεται σε μια απλή ιδέα του διευθυντή του Πρότυπου Νεκροταφείου της Αθήνας, κυρίου ΤΑΦ: Οι επιλεγέντες πολίτες των δυο προηγούμενων κατηγοριών, οι οποίοι βαφτίζονται «άτυποι νεκροί», συλλαμβάνονται, μεταφέρονται σε έναν ειδικό χώρο εντός του νεκροταφείου και οδηγούνται ανώδυνα στον θάνατο, τυπικότατο και εντελώς πραγματικό αυτή τη φορά. Την αποτροπή οποιασδήποτε σκέψης για απόδραση των ατύπων και επιστροφή τους στον κόσμο των ζωντανών εγγυάται το ειδικό αστυνομικό σώμα των «Κέρβερων», που βρίσκονται επί εικοσιτετραώρου βάσεως σε κάθε σημείο του νεκροταφείου.
Επειδή, ωστόσο, αργά ή γρήγορα την δράση ακολουθεί η αντίδραση, μια πραγματική Αντιγόνη, νέα γυναίκα η οποία από μικρή αρνείται να ακολουθήσει το ρεύμα και ένεκα τούτου παρέμεινε για χρόνια έγκλειστη σε αναμορφωτήριο, αποδρά και ξεκινά αποφασιστικά την αντίσταση. Μαζί της κάθε λογής κολασμένοι: ασθενείς, παραβατικοί, εξαρτημένοι, ομοφυλόφιλοι, και ένας «επικίνδυνος» αντιεξουσιαστής, ονόματι Τσερεμπίεφ. Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι καταλυτικά τόσο για την ύπαρξη του συστήματος όσο και για τη μοίρα των εξεγερμένων.
Μετακινούμενος από την σχετικά πρόσφατη Ιστορία (στην οποία εδραζόταν το προηγούμενο βιβλίο του) στον χώρο του μυθιστορήματος πολιτικής φαντασίας, ο δημοσιογράφος στο επάγγελμα Θανάσης Καρτερός, αποδεικνύει ότι κινείται με άνεση σε ένα μεγάλο φάσμα αφηγηματικών θεματικών και τεχνικών. Παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε όψιμα στην πεζογραφία, σε ηλικία εξηντατριών ετών, η γραφή του είναι ασκημένη, πειθαρχημένη στις προθέσεις του και εξαιρετικά πλούσια από μυθοπλαστικής απόψεως. Έχοντας αφομοιώσει επαρκώς την μπρεχτική διδαχή, ο Καρτερός χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τις τεχνικές της αποστασιοποίησης, μιλώντας μας για μια φανταστική «πραγματικότητα» (που παραπέμπει στην εξίσου εφιαλτική εγχώρια πραγματικότητα του σήμερα) χρησιμοποιώντας έναν αντιλυρικό -και ενίοτε υπογείως χιουμοριστικό- τρόπο.
Η επινοημένη κοινωνία στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει χώρα η ιστορία του είναι ένα καλοστημένο και πειστικό «σύστημα», οι χαρακτήρες πειστικοί και καλοδουλεμένοι, η νοηματοδότηση σαφής, η πλοκή συναρπαστική. Εξαίρεση ως προς το τελευταίο αποτελούν κάποιες σελίδες μετά τη μέση του βιβλίου, στις οποίες μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια χαλάρωση, που προδίδει μια σχετική αμηχανία του συγγραφέα σχετικά με το τι (και πώς) μέλλει γενέσθαι. Μικρό το κακό, καθώς στη συνέχεια η πλοκή απογειώνεται εκ νέου, κρατώντας ζωντανό μέχρι το τέλος το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Νίκος Κουνενής πεζογράφος