Στη γενιά μου τα καλοκαίρια είχαν πάντα χρώμα
μπλε, τα γέλια ακούγονταν στο βάθος, οι πλάκες ήταν παιδικές, ακόμη
και όταν αποκτήσαμε εμείς οι ίδιοι παιδιά.
Μέχρι τώρα μόνο ένα καλοκαίρι, εκείνο του 1974, με γύριζε στην αγωνία και στους φόβους των ενηλίκων, μου ‘φερνε τις μνήμες που μετά έγιναν εικόνες, ιστορικά γεγονότα.
Οι σειρήνες το πρωί του Ιουλίου, τα τανκς στο δρόμο στο Λιτόχωρο, ο στρατός μετακινείται. Γενική επιστράτευση, οι Τούρκοι στην Κύπρο.
Είχαμε ενα κοινόχρηστο τηλέφωνο με τους διπλανούς. Από ‘κει μάθαμε ότι έρχεται ο Καραμανλής. Είχα κολλήσει με τσίχλα στον τοίχο ενα σημαιάκι, «Η Ελλάδα ποτε δεν πεθαίνει»
Ή μήπως πεθάνει; Τριανταοχτώ χρόνια μετά, οι ενήλικες εκείνου του καλοκαιριού του ’74 , απόμαχοι πια, παρακολουθούν αδύναμοι να χάνονται οι κόποι τους να εξατμίζεται η αξιοπρέπειά τους, να περιορίζεται η πρόσβαση στους γιατρούς και τα φάρμακα που τόσο έχουν ανάγκη.
Στο χρόνο που μεσολάβησε, δούλεψαν, πλήρωσαν φόρους, κουράστηκαν να στήσουν τα σπίτια τους, να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Συγχρόνως, θεωρούσαν φυσικό ο διπλανός να πλουτίζει χωρίς να δίνει ούτε δραχμή και μετά ευρώ στην εφορία, ο ξαδελφος να παίρνει τη σύνταξη του παππού που μας άφησε εδώ και δέκα χρόνια, ο γιατρός της οικογένειας να μη δίνει ούτε μια φορά απόδειξη, ο υπάλληλος της πολεοδομίας να παίρνει ενα δωράκι για τη διευκόλυνση…
Τριανταοχτώ χρόνια μετά οι ενήλικοι εκείνου του καλοκαιριού, αλλά και τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής, είμαστε οι πρωταγωνιστές του δράματος που κανένας δεν εγγυάται ότι θα έχει λυτρωτικο τέλος.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’74 ένιωθα παντού την αμφιβολία αν θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως ξέραμε. Αν θ’ ανοίξουν τα σχολεία. Άκουγα συζητήσεις για μια τραγωδία που δεν έβλεπα -αλλά όλοι γύρω μου ήταν φοβισμένοι.
Αποδείχθηκε μετά απο μερικά χρόνια ότι η Ελλάδα τα κατάφερε. Η πολιτική της ηγεσία, τότε, έκανε ό,τι έπρεπε κόντρα στον καιρό. Έβγαλε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, άνοιξε την πόρτα της ΕΟΚ, είδε την πρόκληση και απάντησε σ’ αυτή, με λάθη με παραλείψεις, αλλά πάντως σίγουρα, ήταν άξια να ανταποκριθεί στις περιστάσεις.
Αυτό το καλοκαίρι του 2012 είναι η σειρά μας, ως ενήλικες, να βιώσουμε τη χειρότερη στιγμή μας. Ανασφάλεια παντού, οι άνεργοι φίλοι μας ψάχνουν αλλά δεν βρίσκουν, τα μαγαζιά στους δρόμους που περπατάμε αδειάζουν το ένα μετα το άλλο. Η Αθήνα της κρίσης, η Ελλάδα της φτώχειας αποτυπώνεται, πλέον, στο βλέμμα μας. Δεν αντέχουμε άλλο…
Ο φόβος έχει φωλιάσει μέσα μας και δεν φεύγει. Και το ερώτημα για το αν η πολιτική ηγεσία μπορεί να ανταποκριθεί ή όχι στις περιστάσεις είναι εκείνο που επανέρχεται σαν έργο που έχουμε ξαναδεί στην παιδική μας ηλικία.
Μπορούν αυτοί που μας κυβερνάνε να αντιμετωπίσουν τις περιστάσεις, να τραβήξουν το δρόμο που θα μας βγάλει απο τον εφιάλτη κόντρα στον καιρό;
Μέχρι τώρα δεν μας το έδειξαν. Το δείγμα της αποφασιστικότητας που περιμέναμε από τρεις πολιτικούς αρχηγούς που ξέρουν πως, χωρίς τη χώρα, μέλλον δεν θα υπάρχει σίγουρα και για τους ίδιους, δεν ήρθε.
Είναι νωρίς, λένε, οι τελευταίο εναπομείναντες αισιόδοξοι. Το φθινόπωρο θα είναι αργά, αντετείνουν οι ρεαλιστές, άποψη την οποία συμμερίζομαι απολύτως.
Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν στα χέρια τους την ευκαιρία να δείξουν πως μπορούν να απαντήσουν στην πρόκληση της Ιστορίας και να περπατήσουν το δρόμο που θα μας βγάλει στο ξέφωτο. Ας το κάνουν χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, που άλλωστε όταν δεν θα υπάρχει η Ελλάδα -που ξέρουμε- δεν θα έχει καμία σημασία.
Τελικά, ας κάνει αυτή τη δουλειά όποιος αντέχει, διότι τους άλλους δεν τους χρειαζόμαστε για να τροφοδοτούν το φόβο μας. Είμαστε ήδη τόσο φοβισμένοι, ένα βήμα πριν απ’ την παράλυση…
Μαρία Σπυράκη
Aixmi.gr
Μέχρι τώρα μόνο ένα καλοκαίρι, εκείνο του 1974, με γύριζε στην αγωνία και στους φόβους των ενηλίκων, μου ‘φερνε τις μνήμες που μετά έγιναν εικόνες, ιστορικά γεγονότα.
Οι σειρήνες το πρωί του Ιουλίου, τα τανκς στο δρόμο στο Λιτόχωρο, ο στρατός μετακινείται. Γενική επιστράτευση, οι Τούρκοι στην Κύπρο.
Είχαμε ενα κοινόχρηστο τηλέφωνο με τους διπλανούς. Από ‘κει μάθαμε ότι έρχεται ο Καραμανλής. Είχα κολλήσει με τσίχλα στον τοίχο ενα σημαιάκι, «Η Ελλάδα ποτε δεν πεθαίνει»
Ή μήπως πεθάνει; Τριανταοχτώ χρόνια μετά, οι ενήλικες εκείνου του καλοκαιριού του ’74 , απόμαχοι πια, παρακολουθούν αδύναμοι να χάνονται οι κόποι τους να εξατμίζεται η αξιοπρέπειά τους, να περιορίζεται η πρόσβαση στους γιατρούς και τα φάρμακα που τόσο έχουν ανάγκη.
Στο χρόνο που μεσολάβησε, δούλεψαν, πλήρωσαν φόρους, κουράστηκαν να στήσουν τα σπίτια τους, να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Συγχρόνως, θεωρούσαν φυσικό ο διπλανός να πλουτίζει χωρίς να δίνει ούτε δραχμή και μετά ευρώ στην εφορία, ο ξαδελφος να παίρνει τη σύνταξη του παππού που μας άφησε εδώ και δέκα χρόνια, ο γιατρός της οικογένειας να μη δίνει ούτε μια φορά απόδειξη, ο υπάλληλος της πολεοδομίας να παίρνει ενα δωράκι για τη διευκόλυνση…
Τριανταοχτώ χρόνια μετά οι ενήλικοι εκείνου του καλοκαιριού, αλλά και τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής, είμαστε οι πρωταγωνιστές του δράματος που κανένας δεν εγγυάται ότι θα έχει λυτρωτικο τέλος.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’74 ένιωθα παντού την αμφιβολία αν θα συνεχίσουμε να ζούμε όπως ξέραμε. Αν θ’ ανοίξουν τα σχολεία. Άκουγα συζητήσεις για μια τραγωδία που δεν έβλεπα -αλλά όλοι γύρω μου ήταν φοβισμένοι.
Αποδείχθηκε μετά απο μερικά χρόνια ότι η Ελλάδα τα κατάφερε. Η πολιτική της ηγεσία, τότε, έκανε ό,τι έπρεπε κόντρα στον καιρό. Έβγαλε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, άνοιξε την πόρτα της ΕΟΚ, είδε την πρόκληση και απάντησε σ’ αυτή, με λάθη με παραλείψεις, αλλά πάντως σίγουρα, ήταν άξια να ανταποκριθεί στις περιστάσεις.
Αυτό το καλοκαίρι του 2012 είναι η σειρά μας, ως ενήλικες, να βιώσουμε τη χειρότερη στιγμή μας. Ανασφάλεια παντού, οι άνεργοι φίλοι μας ψάχνουν αλλά δεν βρίσκουν, τα μαγαζιά στους δρόμους που περπατάμε αδειάζουν το ένα μετα το άλλο. Η Αθήνα της κρίσης, η Ελλάδα της φτώχειας αποτυπώνεται, πλέον, στο βλέμμα μας. Δεν αντέχουμε άλλο…
Ο φόβος έχει φωλιάσει μέσα μας και δεν φεύγει. Και το ερώτημα για το αν η πολιτική ηγεσία μπορεί να ανταποκριθεί ή όχι στις περιστάσεις είναι εκείνο που επανέρχεται σαν έργο που έχουμε ξαναδεί στην παιδική μας ηλικία.
Μπορούν αυτοί που μας κυβερνάνε να αντιμετωπίσουν τις περιστάσεις, να τραβήξουν το δρόμο που θα μας βγάλει απο τον εφιάλτη κόντρα στον καιρό;
Μέχρι τώρα δεν μας το έδειξαν. Το δείγμα της αποφασιστικότητας που περιμέναμε από τρεις πολιτικούς αρχηγούς που ξέρουν πως, χωρίς τη χώρα, μέλλον δεν θα υπάρχει σίγουρα και για τους ίδιους, δεν ήρθε.
Είναι νωρίς, λένε, οι τελευταίο εναπομείναντες αισιόδοξοι. Το φθινόπωρο θα είναι αργά, αντετείνουν οι ρεαλιστές, άποψη την οποία συμμερίζομαι απολύτως.
Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν στα χέρια τους την ευκαιρία να δείξουν πως μπορούν να απαντήσουν στην πρόκληση της Ιστορίας και να περπατήσουν το δρόμο που θα μας βγάλει στο ξέφωτο. Ας το κάνουν χωρίς να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, που άλλωστε όταν δεν θα υπάρχει η Ελλάδα -που ξέρουμε- δεν θα έχει καμία σημασία.
Τελικά, ας κάνει αυτή τη δουλειά όποιος αντέχει, διότι τους άλλους δεν τους χρειαζόμαστε για να τροφοδοτούν το φόβο μας. Είμαστε ήδη τόσο φοβισμένοι, ένα βήμα πριν απ’ την παράλυση…
Μαρία Σπυράκη
Aixmi.gr