Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

«Ξέρει κανείς μια λύση;»

Θυμός και λύπη γιατί κάθε μέρα - κυριολεκτικά πλέον! - περνούν στα ψιλά των ΜΜΕ.
Μια αυτοκτονία στην Αθήνα.
Μία στην περιφέρεια.
Ντρέπομαι που ζω στο ίδιο περιβάλλον και δεν έχω καταφέρει μέσα από τις πράξεις μου, τη φωνή μου, το λόγο μου να ανακαλύψω ποιός ζητά βοήθεια και ντρέπεται να το πει δυνατά να τον ακούσω, ποιός είναι στα όρια της αυτοκτονίας …

Ποιος είναι εκείνος που δεν αντέχει την ερημιά της ψυχής του, που αναζητά διέξοδο με ένα ερώτημα «Ξέρει κανείς μια λύση για να πάρω φάρμακα και φαγητό για μένα και τη μητέρα μου» λίγο πριν σπρώξει την Μάνα του 90 χρόνων και λίγο πριν πηδήξει και ο ίδιος 60 χρόνων, ακολουθώντας την πορεία που ήδη έχει χαράξει…
Ποιος έχει απάντηση για εκείνη την κοπέλα που έπεσε στη διώρυγα της Κορίνθου και εκείνον τον συνταξιούχο που επέλεξε μέρα μεσημέρι στο Σύνταγμα να γίνει «θύμα /παράπλευρη απώλεια» στην μάχη που δίνουν καθημερινά – που δίνουμε καθημερινά όλοι μας.
Σαν σε πόλεμο. Σαν σε μάχη εμφύλια.
Μαθητής στο γυμνάσιο σε μια από τις επετείους για το Πολυτεχνείο θυμάμαι, είχα διαβάσει τα ονόματα των θυμάτων από την εισβολή... Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα έχω για εκείνους τους ανθρώπους που δυστυχώς - δεν αντέχουν την εθνική μας γύμνια, την εθνική μας μοναξιά...
Νιώθω συνυπεύθυνος για όλους όσους επέλεξαν να με «πονέσουν» με το απονενοημένο διάβημά τους. Νιώθω ότι μου λένε «θα έρθει και η σειρά σου να πνιγείς στην απόγνωση, τα λάθη, τις κακές επιλογές, την αλλοτρίωση της πόλης… Για τον μικρόκοσμο που καλλιεργούμε τεχνηέντως στα όρια της οικογένειάς μας, της παρέας μας, της δουλειάς μας».
Η πραγματικότητα δεν είναι αυτός ο μικρόκοσμος.
Η πραγματικότητα είναι λίγο πιο έξω από όλα αυτά... Είναι εκεί που «στρίβουμε» τη ματιά για να μη τα δούμε. Είναι στη λαϊκή που ο κόσμος μετρά τις πατάτες μια - μία για να του φτάσουν για το καθημερινό. Είναι στους αξιοπρεπείς ανθρώπους που ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια, είναι στους αρρώστους που νιώθουν ακόμα πιο μόνοι, είναι στους έφηβους που δεν βλέπουν φώς στο τούνελ, είναι στους δασκάλους που δεν έχουν να πουν τίποτα στα παιδιά μας...
Κάθε μέρα ακούω τη φράση «δεν πάει άλλο»... Και την ακούω από εκείνους – και από τον εαυτό μου – που πιστεύουν ότι δυστυχώς, πάει κι άλλο η κατηφόρα. Φρένο πότε θα μπει; Θα περιμένουμε το τέλος να βουτήξουμε όλοι μαζί στη θάλασσα; Θέλω να πιστεύω, ελπίζω, πως όχι.
Θέλω να πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει διέξοδο. Θέλω να πιστεύω ότι η Ευρώπη έχει διέξοδο. Ας ανάψουν το φώς και ας μετρήσουν την αναλογία:
Από τον πρώτο όροφο να πας στον πέμπτο, στην ταράτσα και να πέσεις σπρώχνοντας πρώτα την ίδια σου τη μάνα είναι η «ίδια απόσταση» από το να πεις «κάναμε λάθος, θα βοηθήσουμε τους λαούς μας να μην αυτοκτονούν». Θέλει όμως να έχεις φωνή δυνατότερη από τους ανθρώπους εκείνους που αυτοκτονούν. Και δυστυχώς, τέτοια φωνή δεν ακούγεται – για την ώρα – από πουθενά! Μόνο φωνές απόγνωσης, τρόμου για να μη χάσει η Ευρώπη τον προσανατολισμό της λιτότητας, μόνο ψίθυροι ασύνταχτοι που καταγγέλλουν εαυτούς και αλλήλους για τις ευθύνες.
Ο πόνος γύρω μας δεν επιτρέπει να κοιτάμε αλλού. Δεν επιτρέπει να αφήσουμε άλλον άνθρωπο να αυτοκτονήσει από απόγνωση.
Η κοινωνία μας είναι κοινωνία αλληλεγγύης. Είναι μια κοινωνία που ανταλλάσει πιάτα και φαγητά από σπίτι σε σπίτι «για να μην πάς με άδεια χέρια». Σε αυτή την κοινωνία ας επανέλθουμε ένας ένας – όλοι μαζί. Ένα πιάτο φαγητό στο γείτονα, ένα χτύπημα της εξώπορτας με το ερώτημα «κυρ Γιάννη είσαι καλά; Θέλεις κάτι;» θα μας κάνει όλους πιο περήφανους και κάποιους, πιο αισιόδοξους ότι δεν είναι μόνοι τους να παλεύουν με τα θηρία της πείνας και της ανέχειας.
Από εκεί που βρίσκονται όλοι, ας δεχτούν τη συγγνώμη μου.
  
ert.gr