Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

Τα παιδιά στο Κονγκό ξέρουν πως αν φάνε σήμερα, αύριο θα μείνουν νηστικά. Τα ελληνάκια;

Μαρία Καρχιλάκη

Μπορεί ο τίτλος των New York Times (Τα παιδιά στο Κονγκό ξέρουν πως αν φάνε σήμερα, αύριο θα μείνουν νηστικά)* να συμπυκνώνει απολύτως την ουσία του ρεπορτάζ, όμως είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.
Πως, για παράδειγμα, την τελευταία δεκαετία οι περισσότεροι Κονγκολέζοι δεν έχουν πια τη δυνατότητα ούτε ενός πλήρους γεύματος την ημέρα κι είτε, στην καλύτερη περίπτωση, τρώνε μέρα παρά μέρα, είτε, στη χειρότερη, δύο φορές την εβδομάδα.
Πως οι γονείς είναι εκείνοι που παίρνουν την απόφαση «ποιος τρώει σήμερα και ποιος όχι» και, συνήθως, είτε ένας εξ’ αυτών στερείται εναλλάξ με τον άλλον την τροφή, είτε -αν έχουν αρκετά παιδιά- τη μια μέρα τρώνε τα μεγαλύτερα σε ηλικία και την άλλη τα μικρότερα.
«Διαμαρτύρονται», λέει η Γκισλέν Μπερμπόκ, «αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, δεν έχουμε να τα ταΐσουμε». Εκείνη είναι αξιωματικός της αστυνομίας και παίρνει 50 δολάρια το μήνα, ο  άνδρας της εκπαιδευτικός με μισθό 42 δολάρια. Έχουν 5 παιδιά, ηλικίας 3 έως 15 ετών. Τη μέρα που τους συνάντησε ο δημοσιογράφος των New York Times, φαγητό θα έτρωγαν τα δύο μεγάλα. Τα υπόλοιπα, όπως και οι γονείς, είχαν ήδη περιοριστεί σε λίγο ψωμί για πρωινό. Αυτό και τέλος. Οι Μπερμπόκ, όπως και οι υπόλοιποι Κονγκολέζοι, ονομάζουν αυτή την πρακτική του εναλλάξ φαγητού «délestage». Δάνειο από τα γαλλικά ο όρος, υποδεικνύει τις διακοπές ρεύματος. Ρουτίνα στο Κονγκό. Όπως, πλέον, κι η εναλλάξ σίτιση. Γι αυτό κι οι Κονγκολέζοι έφεραν, μαζί με μπόλικη ειρωνεία, την ετυμολογία στα μέτρα τους. Ένα μέσο ενοίκιο στη πρωτεύουσα Κινσάσα είναι γύρω στα 120 δολάρια, μισό κιλό κρέας κάνει 5 δολάρια!
Και να σκεφτεί κανείς ότι το Κογκό είναι χώρα με ορυκτό πλούτο και καταπράσινα τοπία. Δυστυχώς, χρόνια τώρα, οι κυβερνώντες διευκολύνουν, σκανδαλωδώς, μόνο την εξόρυξη χαλκού και κοβαλτίου, διαθέτοντας λιγότερο από το 1% του προϋπολογισμού στη Γεωργία. Το Κονγκό, ενώ θα μπορούσε, δεν παράγει τίποτα. Φασόλια, για παράδειγμα, εισάγει 20.000 τόνους ετησίως. Η μισή χώρα υποσιτίζεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία διεθνών οργανισμών.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα στοιχεία για το Κονγκό μου έκαναν την ίδια εντύπωση αν δεν είχα δει προηγουμένως, στην ίδια ιστοσελίδα, στην κατηγορία των βίντεο, ένα ρεπορτάζ για τη δικιά μας χώρα.
«Οι επικίνδυνες περικοπές» της Ελλάδας ο τίτλος του
το οποίο με «οδηγό» μια ελληνική πενταμελή οικογένεια ανέργων (νεαρό ζευγάρι με μικρό παιδί που συμβιώνουν με τους επίσης νέους σε ηλικία παππούδες), καταγράφει τα ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα λόγω κρίσης και περικοπών στην υγεία που αντιμετωπίζουν οι μη έχοντες. Η κινηματογράφηση γίνεται σε δύο χώρους: στο σπίτι της οικογένειας που της έχουν κόψει φως και νερό και σε Πολυιατρείο των Γιατρών του Κόσμου, που επισκέπτονται οι παππούδες με τον εγγονό τους.
Δεν ξέρω πόσα καμπανάκια μου χτύπησαν όταν άκουσα την παιδίατρο Λιάνα Μαϊλλη, με τη μεγάλη εθελοντική εμπειρία στην Αφρική, να λέει πως όλο και πιο πολλά ελληνάκια έχουν πια ανάγκη, όπως και τα παιδιά της Μαύρης Ηπείρου, από δωρεές για να μπορέσουν να εμβολιαστούν. Πως επιστημονικά καταγράφεται πια κι εδώ, ότι παιδιά δεν τρώνε απλά ότι βρίσκουν, τρώνε από τα σκουπίδια. Καταγεγραμμένο, επίσης, εδώ κι ένα χρόνο, είναι, ότι η πλειοψηφία του κόσμου που περνά το κατώφλι των Γιατρών του Κόσμου, είναι Έλληνες.
Δεν ξέρω, επίσης, πόσα καμπανάκια μου χτυπούν όταν υποσυνείδητα «διαβάζω» Ελλάδα εκεί που ο συνάδελφός μου γράφει για πλούσιο Κονγκό στην καταστροφή του οποίου συνεισέφεραν τα μέγιστα οι κυβερνώντες του. Τι να πω;  Ελπίζω να μη δούμε κι εδώ délestage φαγητού στο βαθμό που το ζει το Κονγκό. Délestage ηλεκτρικού, πάντως, στο φωτισμό δρόμων το βράδυ, στο Χολαργό που μένω, βλέπουμε αρκετά συχνά τελευταία…

Αιχμή