«Μαμά ποιος ξέρει εάν άξιζε τον κόπο να κάνω τόσο δρόμο για να φθάσω εδώ». Θυμήθηκα τον στοίχο του αγαπημένου μου τραγουδιστή, του ιταλού Φραντσέσκο ντε Γκρεγόρι, αυτού τον υπέροχου ποιητή και τροβαδούρου. Τον θυμήθηκα όταν άκουσα την αξιότιμη κυρία πολιτικό να λέει ότι γεννήθηκε σε ορυχείο. Άρχισα τότε να τραγουδώ ψιθυριστά το τραγούδι του ανθρακωρύχου του ντε Γκρεγόρι.
«Ο κόσμος μαμά παραμένει ίδιος, δεν αλλάζει σκηνικά, είναι τα ίδια που άφησα πίσω μου παλιά. Οι άνθρωποι διψούν για λεφτά, πεινάνε για έρωτα και τρέχουν με εκατό την ώρα. Τα παιδιά τους δεν νοιάζονται για τίποτα και η εφηβεία γρήγορα τα καταβροχθίζει. Και αν μπορούσα να πάω πίσω, θα πήγαινα, αυτό που έκανα δεν θα το έκανα ξανά. Εδώ τώρα υπάρχει ένα κορίτσι που ζει είκοσι χρόνια στο ορυχείο, κοιμάμαι μαζί της τις νύχτες, μοιράζομαι μαζί της τις νύχτες, ίσως μια μέρα εκείνη θα με παντρευτεί μαμά. Τώρα υπάρχει αυτό το ορυχείο και μας δίνουν χίλια φράγκα την ώρα για να κατέβουμε κάτω στα έγκατα. Όταν βγαίνουμε έξω σκοντάφτουμε στα αστέρια, γιατί τα αστέρια δεν τα βλέπουμε πια. Αλλά ευτυχώς υπάρχει πάντα κάποιος που τραγουδάει και μας κάνει να ξεχάσουμε την θλίψη. Αν όχι αυτή η ζωή θα ήταν μια χαμένη βάρκα στη μέση της θάλασσας, όπου δεν θα υπήρχε σύνορο ανάμεσα στο κορίτσι και το ορυχείο. Η ζωή θα ήταν μόνο δουλειά και μεροκάματο και η καρδιά μας ένας θάμνος με αγκάθια»
Εδώ ο μύθος του ντε Γκρεγόρι τελειώνει και αρχίζει ο δικός μας. Το κορίτσι του ορυχείου ίσως να παντρεύτηκε τον ανθρακωρύχο και να έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή. Ίσως να έγιναν μέλη του συνδικάτου των ανθρακωρύχων και να έδωσαν μάχες για τα δικαιώματα των μεταναστών στο Βέλγιο, στην Γερμανία, στην Γαλλία, στην Αγγλία. Εκεί όπου μετανάστευαν κάποτε οι εργάτες του ευρωπαϊκού Νότου. Ίσως το κορίτσι να τον ξέχασε τον ανθρακωρύχο και να διορίστηκε νομάρχης στα 26 του. Μετά να έλεγε ότι αυτό το πολιτικό σύστημα είναι σάπιο και χρειάζεται μια καινούργια αρχή αν και το ίδιο ήταν από τότε αναπόσπαστο κομμάτι του. Αυτό μάλλον να εννοούσε κάποιος άλλος, τώρα πρώην μεγάλος, όταν έλεγε να γίνουμε αντιεξουσιαστές στη εξουσία;
protagon.gr
«Ο κόσμος μαμά παραμένει ίδιος, δεν αλλάζει σκηνικά, είναι τα ίδια που άφησα πίσω μου παλιά. Οι άνθρωποι διψούν για λεφτά, πεινάνε για έρωτα και τρέχουν με εκατό την ώρα. Τα παιδιά τους δεν νοιάζονται για τίποτα και η εφηβεία γρήγορα τα καταβροχθίζει. Και αν μπορούσα να πάω πίσω, θα πήγαινα, αυτό που έκανα δεν θα το έκανα ξανά. Εδώ τώρα υπάρχει ένα κορίτσι που ζει είκοσι χρόνια στο ορυχείο, κοιμάμαι μαζί της τις νύχτες, μοιράζομαι μαζί της τις νύχτες, ίσως μια μέρα εκείνη θα με παντρευτεί μαμά. Τώρα υπάρχει αυτό το ορυχείο και μας δίνουν χίλια φράγκα την ώρα για να κατέβουμε κάτω στα έγκατα. Όταν βγαίνουμε έξω σκοντάφτουμε στα αστέρια, γιατί τα αστέρια δεν τα βλέπουμε πια. Αλλά ευτυχώς υπάρχει πάντα κάποιος που τραγουδάει και μας κάνει να ξεχάσουμε την θλίψη. Αν όχι αυτή η ζωή θα ήταν μια χαμένη βάρκα στη μέση της θάλασσας, όπου δεν θα υπήρχε σύνορο ανάμεσα στο κορίτσι και το ορυχείο. Η ζωή θα ήταν μόνο δουλειά και μεροκάματο και η καρδιά μας ένας θάμνος με αγκάθια»
Εδώ ο μύθος του ντε Γκρεγόρι τελειώνει και αρχίζει ο δικός μας. Το κορίτσι του ορυχείου ίσως να παντρεύτηκε τον ανθρακωρύχο και να έζησαν μια ευτυχισμένη ζωή. Ίσως να έγιναν μέλη του συνδικάτου των ανθρακωρύχων και να έδωσαν μάχες για τα δικαιώματα των μεταναστών στο Βέλγιο, στην Γερμανία, στην Γαλλία, στην Αγγλία. Εκεί όπου μετανάστευαν κάποτε οι εργάτες του ευρωπαϊκού Νότου. Ίσως το κορίτσι να τον ξέχασε τον ανθρακωρύχο και να διορίστηκε νομάρχης στα 26 του. Μετά να έλεγε ότι αυτό το πολιτικό σύστημα είναι σάπιο και χρειάζεται μια καινούργια αρχή αν και το ίδιο ήταν από τότε αναπόσπαστο κομμάτι του. Αυτό μάλλον να εννοούσε κάποιος άλλος, τώρα πρώην μεγάλος, όταν έλεγε να γίνουμε αντιεξουσιαστές στη εξουσία;
protagon.gr