Οι άνθρωποι συχνά καταφεύγουν σε σταυρόλεξα και σουντόκου για να ακονίσουν το μυαλό τους, όμως μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι μια θαυμάσια μέθοδος εξάσκησης του εγκεφάλου είναι να χρησιμοποιεί κανείς όσο γίνεται συχνότερα μία ή περισσότερες γλώσσες πέρα από την μητρική του.
Οι άνθρωποι που εκ γενετής ή από μικροί έπρεπε να είναι δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι, διαθέτουν έναν εγκέφαλο με μεγαλύτερη ικανότητα επεξεργασίας των πληροφοριών, σύμφωνα με τη νέα μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Βιορίκα Μαριάν του Πανεπιστημίου Northwestern, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Brain and Language” (Εγκέφαλος και Γλώσσα), χρησιμοποίησαν την τεχνική της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI) για να μελετήσουν και να συγκρίνουν τους εγκέφαλους δίγλωσσων και μη δίγλωσσων εθελοντών.
Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε τεστ γλωσσικής κατανόησης (π.χ. να διακρίνουν ανάμεσα σε πολύ παρόμοιες λέξεις που άκουγαν) και παράλληλα γινόταν καταγραφή της εγκεφαλικής δραστηριότητάς τους. Οι δίγλωσσοι επέδειξαν καλύτερες επιδόσεις, επειδή ο εγκέφαλός τους έχει συνηθίσει να χειρίζεται δύο γλώσσες με διαφορετικές λέξεις και έτσι μπορεί να διακρίνει καλύτερα τις διαφορές και να επιλέγει τη σωστή λέξη κάθε φορά.
Η εγκεφαλική απεικόνιση επιβεβαίωσε ότι όσοι μιλάνε μόνο μια γλώσσα, πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερη εγκεφαλική προσπάθεια για να χειριστούν τις σωστές λέξεις, κάτι που συμβαίνει πιο άκοπα σε έναν δίγλωσσο.
Ο δίγλωσσος -και ακόμη περισσότερο ο πολύγλωσσος- εγκέφαλος είναι μαθημένος να ενεργοποιεί ταυτόχρονα πολλές γλώσσες και πολλά λεξιλόγια, διαλέγοντας τι θα χρησιμοποιήσει και τι θα αγνοήσει κάθε φορά που ο άνθρωπος πρέπει να μιλήσει. Αυτή η διαδικασία εξασκεί συνεχώς τον εγκέφαλο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί κανείς.
«Είναι σαν ένας σηματοδότης. Οι δίγλωσσοι πάντα ανάβουν πράσινο στη μία γλώσσα και κόκκινο στην άλλη. Όταν πρέπει να το κάνεις αυτό όλη την ώρα, γίνεσαι πραγματικά καλός στο να διαλέγεις τις σωστές λέξεις και να αφήνεις στην άκρη όσες δεν χρειάζεσαι», δήλωσε η Βιορίκα Μαριάν.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ικανότητα αυτή των δίγλωσσων ή πολύγλωσσων ανθρώπων έχει πρακτικά οφέλη στην καθημερινότητα, για παράδειγμα επιτρέπει στους μαθητές που μιλάνε πάνω από μια γλώσσα, να αγνοούν τον θόρυβο στην τάξη τους και έτσι να συγκεντρώνονται καλύτερα σε σχέση με τους μονόγλωσσους συμμαθητές τους.
«Είτε οδηγούμε, είτε κάνουμε μια εγχείρηση, είναι σημαντικό να εστιάζουμε σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία και να αγνοούμε» ανέφερε η καθηγήτρια. «Ποτέ δεν είναι αργά να μάθει κανείς μια άλλη γλώσσα, ενώ τα οφέλη μπορεί να γίνουν ορατά ακόμη και μετά από ένα μόνο εξάμηνο» πρόσθεσε η ρουμανορωσικής καταγωγής ερευνήτρια, η οποία μιλά επίσης αγγλικά ως τρίτη γλώσσα, καθώς και λίγα ισπανικά, γαλλικά και ολλανδικά.
Έχει εξάλλου διαπιστωθεί ότι οι δίγλωσσοι φαίνεται να είναι πιο προστατευμένοι από τον κίνδυνο να πάθουν Αλτσχάιμερ και άνοια, πιθανότατα επειδή συστηματικά «γυμνάζουν» καλύτερα τον νου τους.
Οι άνθρωποι που εκ γενετής ή από μικροί έπρεπε να είναι δίγλωσσοι ή πολύγλωσσοι, διαθέτουν έναν εγκέφαλο με μεγαλύτερη ικανότητα επεξεργασίας των πληροφοριών, σύμφωνα με τη νέα μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Βιορίκα Μαριάν του Πανεπιστημίου Northwestern, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Brain and Language” (Εγκέφαλος και Γλώσσα), χρησιμοποίησαν την τεχνική της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI) για να μελετήσουν και να συγκρίνουν τους εγκέφαλους δίγλωσσων και μη δίγλωσσων εθελοντών.
Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε τεστ γλωσσικής κατανόησης (π.χ. να διακρίνουν ανάμεσα σε πολύ παρόμοιες λέξεις που άκουγαν) και παράλληλα γινόταν καταγραφή της εγκεφαλικής δραστηριότητάς τους. Οι δίγλωσσοι επέδειξαν καλύτερες επιδόσεις, επειδή ο εγκέφαλός τους έχει συνηθίσει να χειρίζεται δύο γλώσσες με διαφορετικές λέξεις και έτσι μπορεί να διακρίνει καλύτερα τις διαφορές και να επιλέγει τη σωστή λέξη κάθε φορά.
Η εγκεφαλική απεικόνιση επιβεβαίωσε ότι όσοι μιλάνε μόνο μια γλώσσα, πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερη εγκεφαλική προσπάθεια για να χειριστούν τις σωστές λέξεις, κάτι που συμβαίνει πιο άκοπα σε έναν δίγλωσσο.
Ο δίγλωσσος -και ακόμη περισσότερο ο πολύγλωσσος- εγκέφαλος είναι μαθημένος να ενεργοποιεί ταυτόχρονα πολλές γλώσσες και πολλά λεξιλόγια, διαλέγοντας τι θα χρησιμοποιήσει και τι θα αγνοήσει κάθε φορά που ο άνθρωπος πρέπει να μιλήσει. Αυτή η διαδικασία εξασκεί συνεχώς τον εγκέφαλο, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιεί κανείς.
«Είναι σαν ένας σηματοδότης. Οι δίγλωσσοι πάντα ανάβουν πράσινο στη μία γλώσσα και κόκκινο στην άλλη. Όταν πρέπει να το κάνεις αυτό όλη την ώρα, γίνεσαι πραγματικά καλός στο να διαλέγεις τις σωστές λέξεις και να αφήνεις στην άκρη όσες δεν χρειάζεσαι», δήλωσε η Βιορίκα Μαριάν.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ικανότητα αυτή των δίγλωσσων ή πολύγλωσσων ανθρώπων έχει πρακτικά οφέλη στην καθημερινότητα, για παράδειγμα επιτρέπει στους μαθητές που μιλάνε πάνω από μια γλώσσα, να αγνοούν τον θόρυβο στην τάξη τους και έτσι να συγκεντρώνονται καλύτερα σε σχέση με τους μονόγλωσσους συμμαθητές τους.
«Είτε οδηγούμε, είτε κάνουμε μια εγχείρηση, είναι σημαντικό να εστιάζουμε σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία και να αγνοούμε» ανέφερε η καθηγήτρια. «Ποτέ δεν είναι αργά να μάθει κανείς μια άλλη γλώσσα, ενώ τα οφέλη μπορεί να γίνουν ορατά ακόμη και μετά από ένα μόνο εξάμηνο» πρόσθεσε η ρουμανορωσικής καταγωγής ερευνήτρια, η οποία μιλά επίσης αγγλικά ως τρίτη γλώσσα, καθώς και λίγα ισπανικά, γαλλικά και ολλανδικά.
Έχει εξάλλου διαπιστωθεί ότι οι δίγλωσσοι φαίνεται να είναι πιο προστατευμένοι από τον κίνδυνο να πάθουν Αλτσχάιμερ και άνοια, πιθανότατα επειδή συστηματικά «γυμνάζουν» καλύτερα τον νου τους.