Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Στο Νότιο αιγαίο οι περσισότεροι τουρίστες στην χώρα μας

Ο μεγαλύτερος αριθμός των τουριστών συγκεντρώνεται στο Νότιο Αιγαίο (Κυκλάδες και Δωδεκάνησα), την Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά, την Κεντρική Μακεδονία και την Αττική, που αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου στη χώρα μας. Η συγκέντρωση παρουσιάζεται στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, δηλαδή σε νησιωτικές ακτές, είτε στις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Ακολουθούν ως προς την τουριστική «ελκυστικότητα» η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία και η Δυτική Ελλάδα με σχετικά μικρές διαφορές ως προς τον αριθμό των αφίξεων αλλοδαπών και ημεδαπών τουριστών που δέχονται. Στις επόμενες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται οι περιφέρειες της Στ. Ελλάδας, της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, της Ηπείρου και του Βορείου Αιγαίου, ενώ η Δυτ. Μακεδονία βρίσκεται στην τελευταία θέση.
Η πληρότητα των ξενοδοχείων στην Κρήτη, το Ν. Αιγαίο και τα Ιόνια Νησιά ανέρχεται σε περίπου 75% και είναι οι μοναδικές περιφέρειες που το ποσοστό πληρότητας υπερβαίνει το αντίστοιχο της χώρας. Ακολουθούν οι Περιφέρειες Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας και Β. Αιγαίου με ποσοστό πληρότητας περίπου 50%, μετά έρχονται οι περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με ποσοστό πληρότητας περίπου 40%.
Όσον αφορά τον αριθμό των ετήσιων διανυκτερεύσεων στις περιφέρειες της Ελλάδας, το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία έρχονται πρώτες στην κατάταξη, ακολουθεί η Πελοπόννησος, οι Περιφέρειες Θεσσαλίας, Β. Αιγαίου, Αν. Μακεδονίας και Θράκης, Δ. Ελλάδας, Στ. Ελλάδας και στη συνέχεια η Ήπειρος και η Δ. Μακεδονία, που έρχονται τελευταίες στην κατάταξη.
Μοναδική εξαίρεση αλλαγής στην «ιεραρχία» είναι η περίπτωση της Αττικής, η οποία ενώ έρχεται πρώτη σε αφίξεις τουριστών, με σχεδόν διπλάσια διαφορά από τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης, οι διανυκτερεύσεις της, αντίστροφα, είναι υποδιπλάσιες από αυτές των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και της Κρήτης.
Από μερικές εκατοντάδες
χιλιάδες στα εκατομμύρια αφίξεις
Αναφορικά με την εξέλιξη των συνολικών τουριστικών αφίξεων των αλλοδαπών στην Ελλάδα μετά το 1960, παρατηρείται- πάντα σύμφωνα με την ίδια μελέτη -μια ραγδαία αύξηση των μεγεθών των συνολικών αφίξεων, γεγονός που αναδεικνύει την ανάλογη μεταβολή του τουρισμού για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, από 399.438 που ήταν οι αφίξεις το έτος 1960, το έτος 1970 έφτασαν τις 1.609.210, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 303%. Και η αύξηση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες: 200% περίπου από το 1970 έως το 1980, 85% περίπου από το 1980 έως το 1990 και 40% περίπου από το 1990 έως το 2000.
Αναφορικά με την προέλευση των αλλοδαπών τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, η πλειονότητά τους για ολόκληρη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, είναι Βρετανοί και Γερμανοί. Ακολουθούν οι Ιταλοί, οι Σκανδιναβοί και οι κάτοικοι των Κάτω Χωρών, ενώ αρκετά σημαντικός είναι ο αριθμός των Γάλλων επισκεπτών. Αξιοσημείωτη, σημειώνεται στην ίδια εργασία, είναι η φθίνουσα μεταβολή που παρουσίασε ο αριθμός των επισκεπτών με προέλευση τις χώρες της Β. Αμερικής κατά την περίοδο από το 1970 έως το 2000, ο οποίος κατά την εκτίμησή μας οφείλεται κυρίως σε πολιτικούς παράγοντες. Μετά το 2001, ο αριθμός των εν λόγω επισκεπτών αυξήθηκε, χωρίς όμως να υπερβαίνει σημαντικά τα επίπεδα της δεκαετίας του '70.
«Η συμβολή του τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε για την Ελλάδα έναν από τους σημαντικότερους παραγωγικούς κλάδους, με τη δημιουργία εισοδήματος και απασχόλησης» επισημαίνει ακόμα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Πολύζος.
«Η συμμετοχή του στο ΑΕΠ είναι σταθερά μεγαλύτερη από 15%, ενώ κατά περιόδους έχει υπερβεί το 18%. Είναι άξιο παρατήρησης ότι η οικονομική κρίση της χώρας δεν επηρέασε τη συμβολή του κλάδου στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, κάτι που εκτιμούμε πως οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική κρίση αποτελεί ένα 'εσωτερικό' φαινόμενο της χώρας, με μικρή επίδραση στην εξωτερική τουριστική ζήτηση» σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν από τον αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεραφείμ Πολύζο και τον Δρ. Γιάννη Σαράτση.

ΑΜΠΕ