Σαν ένα αστείο, σαν ένα ψέμα. Σα να σμιλεύαμε το μάρμαρο, σα να κρεμάγαμε κουρτίνες, σα να φουρνίζαμε ψωμί, σα να λαξεύαμε το ξύλο. Το είπαμε και το κάναμε. Κάπως έτσι ιδρύσαμε το ΠΑΣΟΚ, μια παρέα ανθρώπων, φλογερών αγωνιστών και αποφασισμένων συντρόφων, που βρεθήκαμε, στα μέσα της δεκαετίας του 70, στη Σουηδία, το Βέλγιο και τις στοές της Γερμανίας.
Καλοκαίρι του 74. Η χούντα μόλις είχε πέσει, αφήνοντας, την μισή Κύπρο, στα χέρια των τούρκων και ολόκληρη την Ελλάδα στα χέρια του Καραμανλή, του θείου. Τα γεγονότα με βρίσκουν εξόριστο στην Στοκχόλμη, πάνω από ένα ραδιόφωνο, να παρακολουθώ τις εξελίξεις, από την πολυαγαπημένη πατρίδα, όταν ξάφνου χτυπάει το τηλέφωνο. «Που είσαι βρε μαλάκα», με ρωτάει μια γνώριμη βαριά αργόσυρτη φωνή. Σάστισα.
Νόμισα ότι ήταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου, αλλά αμέσως συνειδητοποίησα ότι ήταν η Μελίνα. «Που να είμαι Μελίνα μου», της απαντώ, «μόλις έφαγα. Έχω φτιάξει σουτζουκάκια, που σου αρέσουνε. Αλλά δεν έβαλα κύμινο. Δεν βρήκα πουθενά, γύρισα όλη τη Στοκχόλμη, αλλά τίποτα». Και όποιος έχει φάει σουτζουκάκια χωρίς κύμινο με καταλαβαίνει.«Μα τι λες βρε ηλίθιε;», μου λέει με αυστηρό ύφος η Μελίνα. «Γιατί Μελίνα μου; Σουτζουκάκι χωρίς μυρωδικό, δεν τρώγεται», της απαντώ γρήγορα, γρήγορα, για να της πάρω την αέρα. «Παιδί μου η πατρίδα, μας έχει ανάγκη, φτιάχνουμε κόμμα, γυρίζουμε στην Ελλάδα», μου λέει με φωνή γεμάτη συγκίνηση, που στην λέξη Ελλάδα, ένιωσα ότι έσπασε.
Μου έφυγε το πιρούνι από το χέρι. Και μαζί με αυτό και το μισό σουτζουκάκι, που ήταν καρφωμένο πάνω του. Το άλλο μισό, ήταν στο στόμα, μου όση ώρα μιλούσα με την Μελίνα. Στο άκουσμα της είδησης, ένιωσα τα δάκρυά μου, να κυλούν.
Η συγκίνηση ήταν πρωτόγνωρη. Πόσο μάλλον που η Μελίνα, με την ρωμαλέα φωνή της άρχισε από την άλλη άκρη του σύρματος, να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Ενστικτωδώς σηκώθηκα όρθιος. Τι το θελα. Έγινα χάλια. Πέφτει το μισό σουτζουκάκι, από το στόμα, κατρακυλά, στο πουκάμισο το θαλασσί, που φορούσα, πέφτει και το πιρούνι με το άλλο μισό, στο παντελόνι. Γέμισα σάλτσες παντού. Έτρεχαν και τα δάκρυα από πάνω. Μαντάρα έγινα. Αλλά δεν με πείραζε. «Άντε λοιπόν, ντύσου και έλα στα γραφεία. Θέλει να μας μιλήσει ο πρόεδρος», μου είπε, μόλις τελείωσε τον εθνικό ύμνο.
Μια ώρα μετά, ήμουν στα γραφεία του ΠΑΚ, κάπου στην βόρεια Στοκχόλμη, στην οδό Μπέλβενχον 43. Κόσμος παντού, δακρυσμένοι σύντροφοι, με σημαίες στα χέρια, αγκαλιασμένοι, συζητούσαν το ανέλπιστο γεγονός.. Μια ατμόσφαιρα αισιοδοξίας, χαράς και πανηγυριού.
Μέσα στο πλήθος ξεχωρίζω τον Άκη, που ερχόταν ανέμελος, κρατώντας στα χέρια, μια μεγάλη σακούλα με τη φίρμα ZWEING. Ένα κεντρικό πολυκατάστημα με ακριβά είδη σπιτιού. «Τι έγινε;» με ρωτάει απορημένος, «πέθανε κανείς;». Προφανώς δεν ήξερε τίποτα. «Δεν τα έμαθες; Φτιάχνουμε κόμμα, γυρίζουμε στην πατρίδα! Μας φώναξε ο πρόεδρος για να συζητήσουμε», του λέω δακρυσμένος, και πέφτω στην αγκαλιά του. «Σιγά πρόσεχε! Θα μου σπάσεις το βάζο. Ένα σκασμό λεφτά έδωσα», μου λέει θυμωμένος και μου δείχνει την σακούλα.
Δεν πρόλαβα να του πω συγνώμη, και ξαφνικά ακούγεται, από πάνω μας, ο εθνικός ύμνος. Σηκώνουμε τα μάτια, προς το μπαλκόνι του κτιρίου και βλέπουμε την Μελίνα, με την γαλανόλευκη στους ώμους να τραγουδά τον εθνικό ύμνο. Τέτοιο πάθος, είχα χρόνια να δώ. «Πάρε το βάζο και πρόσεχε να μην το σπάσεις», μου λέει ο Άκης, ενώ μου έδινε την σακούλα. «Δεν θα μείνω έξω από την φωτογραφία. Πάω κι εγώ».
Και μπαίνει στο κτήριο, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά για να προλάβει. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, τραγουδούσε αγκαλιά με την Μελίνα τον εθνικό ύμνο, κουνώντας ρυθμικά τα χέρια του πάνω κάτω. Όποιος δεν έζησε αυτή την στιγμή δεν μπορεί να καυχηθεί πως έζησε.
Μόλις τελειώσαμε τον εθνικό ύμνο, με βουρκωμένα μάτια, όλοι οι σύντροφοι, μπήκαμε στο κτήριο, και μαζευτήκαμε στην μεγάλη αίθουσα του πρώτου ορόφου. Ανέβηκα και εγώ, με το βάζο του Άκη στο χέρι. Ξαφνικά, επικρατεί ησυχία. Πάγωσε η αίθουσα. Το μόνο που ακουγότανε, ήταν η σακούλα με το βάζο, που γλιστρούσε, από τα ιδρωμένα από την συγκίνηση, χέρια μου. «Ησυχία», φώναξε επιτακτικά ο Άκης, και με κοίταξε με περιφρονητικό ύφος. «Ησυχία», ξαναείπε, «ο πρόεδρος είναι κοντά μας».
Εκείνη την ώρα ανοίγει μια μεγάλη πόρτα και εμφανίζεται ο Ανδρέας Παπανδρέου, μαζί με την Αγγέλα Κοκόλα, και μερικούς άλλους, συντρόφους αγωνιστές. Όλοι μέσα στην αίθουσα ξεσπούν σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Εκτός από εμένα, διότι κρατούσα το βάζο του Άκη. Αν το έσπαγα αλλοίμονο μου. Θα χάλαγα την ομορφιά των ιστορικών στιγμών.
Ήθελα όμως και εγώ να χειροκροτήσω, και προτίμησα, από το να αφήσω τη σακούλα με το βάζο κάτω, να την δώσω στον διπλανό μου. «Σύντροφε μπορείς να κρατήσεις λίγο την σακούλα, θέλω να χειροκροτήσω τον πρόεδρο. Με προσοχή, μόνο, γιατί είναι εύθραυστο», είπα στον διπλανό μου, και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την φράση μου, συνειδητοποιώ ότι, είναι ο Γιώργος. «Πως είσαι, έτσι, βρε μαύρε;», του λέω. «Ήρθα κατευθείαν από τη δουλειά, δεν πρόλαβα να πλυθώ και να αλλάξω», μου λέει. «Δουλεύω στο δήμο Στοκχόλμης, συμβασιούχος καθαριστής. Με ειδοποίησε η μητέρα, να έρθω επειγόντως. Είπε ότι κάτι σημαντικό θα γίνει. Και ήρθα», μου είπε με το αφελές ύφος, ενός παιδιού. «Έφερα και το καροτσάκι που μαζεύω τα σκουπίδια. Το έχω παρκάρει από κάτω, αν το χρειαστούμε…», είπε συγκινημένος.
Αν εξαιρέσουμε, την μυρωδιά του, σε όλη την διάρκεια της εκδήλωσης, ήταν ήσυχος και για μένα πολύ χρήσιμος, γιατί είχε αναλάβει, το βάζο του Άκη, το οποίο, με ιδιαίτερη υπευθυνότητα το κρατούσε σφιχτά και προσεκτικά, για πάνω από δύο ώρες. Άνθρωπος του καθήκοντος πάντα, ο Γιώργος.
Συνεχίζεται…
Ελληνοφρένεια