Γαυριάω-ω = φέρομαι με υπερηφάνεια, επαίρομαι (χρησιμοποιείται κυρίως για τα άλογα)
Γαύρος, -ον = αυτός που καυχιέται, ο επαιρόμενος, ο υπερήφανος, ο σοβαρός, ο μεγαλοπρεπής
Γαυρόω-ω = κάνω κάποιον υπερήφανο
Στα νεοελληνικά το επίθετο γαύρος-η-ο έχει λογοτεχνική χρήση και σημαίνει τον περήφανο, αγέρωχο, αλλά και τον ορμητικό, βίαιο (π.χ. γαύροι καιροί).
Sofia