Στο τηλέφωνο ήταν ένας καθηγητής. Παλιά γνωριμία από μια ομιλία μου σε ένα Λύκειο. Δεν ήταν φίλος και ίσως να ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου έδινε συγχαρητήρια για το άρθρο μου «Ιδού τι θα συμβεί». Στην αρχή χάρηκα. Νόμιζα ο χαζός, ότι ήταν ένας από τους πολλούς που είχαν απηυδήσει με όλα αυτά τα εσχατολογικά και συνομωσιολογικά που κυκλοφορούν στο Ίντερνετ και ένιωθε επιτέλους ότι «πήραμε το αίμα μας πίσω».
Μετά τα «ευχαριστώ» και τα «συγχαρητήρια», ο τόνος του σοβάρεψε. «Πώς πιστεύετε ότι θα δοθεί η αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου;». Γέλασα. Δεν γέλασε. Το μυαλό μου ταρακουνήθηκε. Γιατί δεν γέλασε; Δοκίμασα να ξαναγελάσω μήπως και επιστρέψει και αυτός στην πραγματικότητα. «Και σας συγχαίρω που αποκαλύψατε τα σχέδια του Ομπάμα για την Κρήτη». Ντράπηκα και σχεδόν κατέρρευσα. Ο «θαυμαστής» μου είχε πιστέψει ότι πάμε για 3ο παγκόσμιο πόλεμο, με «υπερόπλο» τα πετρέλαια του Αιγαίου. Και ότι ο Ομπάμα στην νέα παγκόσμια μοιρασιά θα πάρει την Κρήτη για να διοικεί από εκεί την Βόρεια Αφρική. Και θα δώσει την Κύπρο στον Πούτιν.
Εγώ όταν τα έγραφα είχα στο μυαλό μου ιστορίες κόμικς. Τους φίλαρχους που μοιράζουν τις ψηλές κορφές για να εποπτεύουν τα χωριά τους. Και αυτός, άνθρωπος σπουδαγμένος και ενεργός, είχε πιστέψει - εν έτη 2011- δέκα τερατώδη ψέματα τυλιγμένα σε μια σελίδα Α4. «Σε ποιόν άνθρωπο εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας», σκέφθηκα. Ανάλογη σκέψη είχα κάνει στο πέρασμα μου από την Βουλή την βραδιά του προϋπολογισμού. Άκουγα τις συζητήσεις σε ορισμένα πηγαδάκια Βουλευτών και αναρωτιόμουν «σε ποιους ανθρώπους εμπιστευόμαστε τις τύχες μας». Ποιοι είναι αυτοί που νομοθετούν; Την ίδια σκέψη κάνω καμιά φορά μπροστά στα περίπτερα ή στις τηλεοράσεις. Ποιοι μας ενημερώνουν; Ποιοι μας καθοδηγούν; Αυτό το σκέφθηκα στην τελευταία απεργία όταν άκουσα τις δραματικές κραυγές ενός συνδικαλιστή και μετά είδα ότι όλα τα είχε σημειωμένα στο χαρτί που είχε μπροστά του. Ακόμα και τους αναστεναγμούς είχε υπογραμμίσει για να μην τους ξεχάσει.
Δεν ξέρω, υπάρχουν στιγμές που νιώθω μια θλίψη. Τίποτε άλλο. Ούτε καν θυμό. Στη αρχή πιστέψαμε τα ψέματα που θέλαμε να πιστέψουμε. Ότι είμαστε ο περιούσιος λαός. Ότι όλος ο κόσμος μας χρωστάει. Σιγά σιγά προσθέσαμε και τα ψέματα που μας βολεύουν. Ότι τα κόμματα είναι η οικογένεια μας και οι παροχές είναι κάτι σαν μάνα εξ ουρανού. Σε ένα περιοδικό διάβασα την απορία ενός Έλληνα της Αστόρια. «Αν οι συμπατριώτες μου δεν θέλουν να πληρώσουν φόρο ποιος θα φτιάξει τα σχολεία και τους δρόμους;». Βέβαια τον ξέρω τον αντίλογο. Και όταν πληρώνουμε τα κλέβουν οι πολιτικοί. Και οι συνοδοιπόροι τους, θα πρόσθετα εγώ. Η είδηση για δεκάδες χιλιάδες συντάξεις μαϊμού είναι ακόμη ζεστή. Όπως και τα εκατομμύρια που συνεχίζουν να λυμαίνονται τα κυκλώματα στα νοσοκομεία.
Αλλά ας μην ανοίξουμε πάλι αυτή τη κουβέντα. Μιλούσαμε για τα ψέματα που μας αρέσουν. Και όταν με την κρίση, τέλειωσαν τα ψέματα και άρχισαν τα ερωτήματα «πού πάμε», «θα τα καταφέρουμε», «τι λάθη κάναμε», «ποιούς θα τιμωρήσουμε», «ποιούς θα βάλουμε στη φυλακή και με ποιους θα προχωρήσουμε», αντί να στρωθούμε και να δώσουμε τις απαντήσεις, παρασυρθήκαμε πάλι στα σενάρια. Ακόμη και την εκδοχή ότι όλα είναι έργα εξωγήινων, είμαστε διατεθειμένοι να πιστέψουμε, αρκεί να μην κάτσουμε κάτω να δουλέψουμε και να βρούμε λύσεις. Όπως τότε που ήμασταν μαθητές και την παραμονή του μεγάλου διαγωνίσματος παρακαλούσαμε να πλημμυρίσει, για να μην πάμε στο σχολείο. Το ξέρω ότι όλα αυτά τα διακινούν μειοψηφίες. Αλλά και οι μειοψηφίες δικές μας είναι. Εμείς τους επιτρέπουμε να έχουν τόσο έδαφος στη ζωή μας.
Μετά τα «ευχαριστώ» και τα «συγχαρητήρια», ο τόνος του σοβάρεψε. «Πώς πιστεύετε ότι θα δοθεί η αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου;». Γέλασα. Δεν γέλασε. Το μυαλό μου ταρακουνήθηκε. Γιατί δεν γέλασε; Δοκίμασα να ξαναγελάσω μήπως και επιστρέψει και αυτός στην πραγματικότητα. «Και σας συγχαίρω που αποκαλύψατε τα σχέδια του Ομπάμα για την Κρήτη». Ντράπηκα και σχεδόν κατέρρευσα. Ο «θαυμαστής» μου είχε πιστέψει ότι πάμε για 3ο παγκόσμιο πόλεμο, με «υπερόπλο» τα πετρέλαια του Αιγαίου. Και ότι ο Ομπάμα στην νέα παγκόσμια μοιρασιά θα πάρει την Κρήτη για να διοικεί από εκεί την Βόρεια Αφρική. Και θα δώσει την Κύπρο στον Πούτιν.
Εγώ όταν τα έγραφα είχα στο μυαλό μου ιστορίες κόμικς. Τους φίλαρχους που μοιράζουν τις ψηλές κορφές για να εποπτεύουν τα χωριά τους. Και αυτός, άνθρωπος σπουδαγμένος και ενεργός, είχε πιστέψει - εν έτη 2011- δέκα τερατώδη ψέματα τυλιγμένα σε μια σελίδα Α4. «Σε ποιόν άνθρωπο εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας», σκέφθηκα. Ανάλογη σκέψη είχα κάνει στο πέρασμα μου από την Βουλή την βραδιά του προϋπολογισμού. Άκουγα τις συζητήσεις σε ορισμένα πηγαδάκια Βουλευτών και αναρωτιόμουν «σε ποιους ανθρώπους εμπιστευόμαστε τις τύχες μας». Ποιοι είναι αυτοί που νομοθετούν; Την ίδια σκέψη κάνω καμιά φορά μπροστά στα περίπτερα ή στις τηλεοράσεις. Ποιοι μας ενημερώνουν; Ποιοι μας καθοδηγούν; Αυτό το σκέφθηκα στην τελευταία απεργία όταν άκουσα τις δραματικές κραυγές ενός συνδικαλιστή και μετά είδα ότι όλα τα είχε σημειωμένα στο χαρτί που είχε μπροστά του. Ακόμα και τους αναστεναγμούς είχε υπογραμμίσει για να μην τους ξεχάσει.
Δεν ξέρω, υπάρχουν στιγμές που νιώθω μια θλίψη. Τίποτε άλλο. Ούτε καν θυμό. Στη αρχή πιστέψαμε τα ψέματα που θέλαμε να πιστέψουμε. Ότι είμαστε ο περιούσιος λαός. Ότι όλος ο κόσμος μας χρωστάει. Σιγά σιγά προσθέσαμε και τα ψέματα που μας βολεύουν. Ότι τα κόμματα είναι η οικογένεια μας και οι παροχές είναι κάτι σαν μάνα εξ ουρανού. Σε ένα περιοδικό διάβασα την απορία ενός Έλληνα της Αστόρια. «Αν οι συμπατριώτες μου δεν θέλουν να πληρώσουν φόρο ποιος θα φτιάξει τα σχολεία και τους δρόμους;». Βέβαια τον ξέρω τον αντίλογο. Και όταν πληρώνουμε τα κλέβουν οι πολιτικοί. Και οι συνοδοιπόροι τους, θα πρόσθετα εγώ. Η είδηση για δεκάδες χιλιάδες συντάξεις μαϊμού είναι ακόμη ζεστή. Όπως και τα εκατομμύρια που συνεχίζουν να λυμαίνονται τα κυκλώματα στα νοσοκομεία.
Αλλά ας μην ανοίξουμε πάλι αυτή τη κουβέντα. Μιλούσαμε για τα ψέματα που μας αρέσουν. Και όταν με την κρίση, τέλειωσαν τα ψέματα και άρχισαν τα ερωτήματα «πού πάμε», «θα τα καταφέρουμε», «τι λάθη κάναμε», «ποιούς θα τιμωρήσουμε», «ποιούς θα βάλουμε στη φυλακή και με ποιους θα προχωρήσουμε», αντί να στρωθούμε και να δώσουμε τις απαντήσεις, παρασυρθήκαμε πάλι στα σενάρια. Ακόμη και την εκδοχή ότι όλα είναι έργα εξωγήινων, είμαστε διατεθειμένοι να πιστέψουμε, αρκεί να μην κάτσουμε κάτω να δουλέψουμε και να βρούμε λύσεις. Όπως τότε που ήμασταν μαθητές και την παραμονή του μεγάλου διαγωνίσματος παρακαλούσαμε να πλημμυρίσει, για να μην πάμε στο σχολείο. Το ξέρω ότι όλα αυτά τα διακινούν μειοψηφίες. Αλλά και οι μειοψηφίες δικές μας είναι. Εμείς τους επιτρέπουμε να έχουν τόσο έδαφος στη ζωή μας.