Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Τι μας κάνει αναποφάσιστους

EKLOGES2015Πολιτικοί και εκλογολόγοι προσπαθούν αυτές τις μέρες να μπουν στο μυαλό του αναποφάσιστου. Οι εκλογολόγοι για να προβλέψουν σωστά το αποτέλεσμα και οι πολιτικοί για να κερδίσουν αυτό το πολυπόθητο 13% του εκλογικού σώματος.
Ένας έμπειρος εκλογολόγος μου έλεγε πως έχει πια καταλήξει, μετά από χρόνια παρακολούθησης των τάσεων και των εκλογικών αποτελεσμάτων, ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τους αναποφάσιστους δίνει λάθος στοιχεία στις έρευνες, όχι απαραίτητα για να παραπλανήσει (όπως είχε ειπωθεί ότι έκαναν οι ψηφοφόροι του Σύριζα στις ευρωεκλογές του 2014, όπου έπεσαν έξω οι δημοσκοπήσεις βγάζοντας ένα μήνα πριν τις εκλογές την ΝΔ πρώτο κόμμα για να ανατραπεί η πρόβλεψη στις κάλπες) αλλά γιατί πραγματικά δεν ξέρει τι να ψηφίσει. Αποφασίζει την τελευταία στιγμή, μπροστά στην κάλπη, ψηφίζει με μισή καρδιά και μπορεί πραγματικά να μην θυμάται τι ψήφισε στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Πραγματικός δηλαδή πονοκέφαλος για τις δημοσκοπήσεις και αγωνία για το αν θα πέσουν μέσα αυτή την φορά.

Οι αναποφάσιστοι όμως δείχνουν σε έναν μεγάλο βαθμό και το πραγματικό πρόβλημα της κοινωνίας μας. Ο Έλληνας δεν αισθάνεται ότι είναι «ένα» με το κράτος του. Δεν αισθάνεται ότι το κράτος είναι σύμμαχός του. Γι αυτό και το αντιπαλεύεται, το πολεμά, φοροδιαφεύγει, παραβιάζει νόμους. Παρόλο που από την φύση του ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ανήκει κάπου, σε ένα σύνολο. Γι αυτό, θα έλεγε ίσως κανείς, ότι αφού δεν αισθάνεται «ένα» με το κράτος, αναζητά την συσπείρωση στα κόμματα ή και τα συνδικάτα.

Οι αναποφάσιστοι είναι συχνά αυτοί που δεν ανήκουν πουθενά, και δημοσκοπικά από τους αναποφάσιστους προέρχεται το ποσοστό όσων δεν προσέρχονται τελικά στις κάλπες, που απέχουν, απαξιώνοντας το πολιτικό σύστημα που δεν τους εκφράζει.
Μπορεί όμως αυτό που πραγματικά θέλουν οι αναποφάσιστοι να είναι κάτι απλό, πολιτικούς που κάνουν την δουλειά τους, άσχετα από το σε ποιο κόμμα ανήκουν. Και θα σας φέρω ένα πραγματικό παράδειγμα.

Πριν μερικά χρόνια, κατά την διάρκεια μίας ακόμα κρίσης στις πολυπληθείς ελληνικές φυλακές, βρέθηκα στο πολυτελές γραφείο του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης. Η πρώτη ερώτηση που του έκανα ήταν αν έχει επισκεφτεί τις φυλακές. Έλαβα την αφοπλιστική απάντηση πως δεν τις έχει, για να προσθέσει ότι έχει στείλει συνεργάτες του. Την επόμενη μέρα, για τις ανάγκες του ίδιου ρεπορτάζ, ταξίδεψα σε μία επαρχιακή πόλη και βρέθηκα στο πατρικό σπίτι μίας γυναίκας, η οποία είχε μόλις πεθάνει στην φυλακή, όπου εξέτιε ποινή για χρήση και κατοχή ναρκωτικών. Ήταν ένα πάρα πολύ φτωχικό σπίτι, σε ένα δωμάτιο υπήρχε, θυμάμαι, ένα άνοιγμα στον τοίχο για να φεύγει το μπουρί της ξυλόσομπας, βάζοντας περισσότερο κρύο στο σπίτι. Η ηλικιωμένη μάνα είχε να αντιμετωπίσει τον θάνατο της κόρης της και να περιποιηθεί έναν κατάκοιτο σύζυγο και την έφηβη εγγονή της, ορφανή πια. Αυτή λοιπόν η μάνα γυρνάει και μου λέει μέσα στον πόνο της, με μία αφοπλιστική απλότητα κάτι τόσο σοφό:

«Εμένα η δουλειά μου είναι να μαγειρεύω, να περιποιούμαι τον κατάκοιτο σύζυγό μου, να κάθομαι μέσα στο σπίτι. Δεν μ αρέσει αυτό που κάνω, αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Η δουλειά του Υπουργού δεν είναι να πάει στις φυλακές να δει τι γίνεται;»
Σκεφτόμενη ότι οι περισσότεροι από τους πολιτικούς αρχηγούς που ζητάνε την ψήφο μας έχουν εξασκήσει μόνο το επάγγελμα του πολιτικού, οι αναποφάσιστοι μπορεί να θέλουν να δουν πολιτικούς που απλά, κάνουν την δουλειά τους.


Σοφία Παπαϊωάννου
huffingtonpost